ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ

 

    Οι Έλληνες πάντα φημιζόταν για την μεγαλοψυχία τους όμως αυτή η ιστορία θα το επιβεβαιώσει :

Ο Άγγελος ήταν παραγωγός καρυδιών και πρόσφυγας από την Μικρά Ασία.

Όταν ήχησαν οι σειρήνες του πολέμου του 1940 ο Άγγελος ήταν 27 ετών και έτρεξε χωρίς να σκεφτεί κανέναν στον πόλεμο να υπερασπιστεί την πατρίδα του την Ελλάδα.

Επειδή ήξερε κάποια πράγματα από πρώτες βοήθειες εκπαιδεύτηκε και ανέλαβε την μεταφορά τραυματιών στο πλησιέστερο νοσοκομείο.

Ήταν βραδάκι Νοεμβρίου και ο Άγγελος έψαχνε προσεκτικά μαζί με τον Κώστα, έναν στρατιώτη, για τραυματίες μετά τη μάχη.  Ακούει, να βλέπει και να ψάχνει με την καρδιά μήπως δει κάποιον τραυματία ώσπου… να…. Βλέπει έναν μέσα σε κάτι θάμνους περίπου 50 μέτρα μακριά. Και λέει στον συνάδελφό του «Κώστα βλέπεις εκεί; Κάτι νομίζω πως σαλεύει…»

Ήταν ένας άνθρωπος που κουνούσε το χέρι το μόνο που μπορούσε να κινήσει από το πληγωμένο κορμί του. Ο Άγγελος έτρεξε πίσω πήρε τα απαραίτητα και γύρισε στον τραυματία. Έπειτα έσκαψε για να δει αν ζούσε τότε διαπίστωσε πως… ήταν Ιταλός! Ήταν εχθρός!

Πόσες σκέψεις και πόσες εικόνες μπορούν να περάσουν από το μυαλό μέσα σε τρία δευτερόλεπτα; Επικρατούσε ένα χάος μες στο μυαλό του. Το καθήκον του να σώζει του Έλληνες στρατιώτες, τα νοσοκομεία γεμάτα από τους τραυματίες της πρώτης γραμμής και ο τραυματισμένος εχθρός που πριν λίγο σημάδευε την Ελλάδα με το όπλο του…

Τότε λέει στον Κώστα «Κώστα, κάνε γρήγορα, ίσα που προλαβαίνουμε να τον πάμε στο νοσοκομείο…»

Στο νοσοκομείο όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Τον φροντίσαν και με το παραπάνω. Ο Άγγελος ενδιαφέρθηκε για όλα και, όταν τον είδε καλοφροντισμένο να κοιμάται, πήρε ένα κομμάτι χαρτί, έγραψε τα στοιχεία του και το έβαλε στην τσέπη του.

Και μετά από μερικά χρόνια ο πόλεμος έληξε. Ο Άγγελος σχεδόν είχε ξεχάσει το περιστατικό με τον Ιταλό. Μια μέρα έρχεται στην πλατεία του χωριού ένας άγνωστος με διερμηνέα και ζητούσε από τους κατοίκους του χωριού να φωνάξουν τον Άγγελο. Ήταν ο Ιταλός!

Ο Ιταλός ήταν ένας σπουδαίος γιατρός που καταγόταν από πλούσια οικογένεια: είχε υπό την κατοχή του πάρα πολλά ακίνητα, τέσσερα κότερα και γενικότερα τεράστια περιουσία.

Δακρύζοντας ευχαρίστησε τον Άγγελο και του είπε « Δεν ήρθα ως εδώ μόνο για να σε ευχαριστήσω αλλά και για να σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία, στη Ρώμη, να σου δώσω το ένα μου κότερο και να μην χρειαστεί να ξαναδουλέψεις».

Οι χωριανοί τον κοίταζαν με ανοιχτά τα μάτια, σε αντίθεση με τον Άγγελο ο οποίος τον κοιτούσε με σοβαρότητα. Τότε του λέει σε έκπληξη όλων «ευχαριστώ για τα δώρα σου, όμως σαν την πατρίδα δεν έχει… γι΄ αυτήν πολέμησα και δεν την αφήνω…» και ο Ιταλός του απαντάει «εντάξει τότε θα σου στείλω αρκετά χρήματα να μην ξαναδουλέψεις. Πρέπει κάπως να στο ανταποδώσω.» Και ο Άγγελος του λέει « Εγώ τα χρήματα θα τα δώσω στην Ελλάδα και μάθε πως το γεγονός ότι ζεις ακόμη δεν το χρωστάς σε εμένα αλλά:

Στον θεό μου, στην πατρίδα μου και στην Ελληνική ψυχή!

Λύκαινα 12