Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ … καὶ ἡ κακὴ ἀπομίμησή του

 

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ … καὶ ἡ κακὴ ἀπομίμησή του

Γράφει ἡ θεολόγος Ἀργυρή Νάκου

Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

     Ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ τριαδικὸς Θεός, ὁ δημιουργός του σύμπαντος, ποὺ ὁ ἴδιος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν[1] ἐπέτρεψε νὰ τὸν ἀποκαλοῦμε Πατέρα μας, στὴ Κυριακὴ προσευχή.

Πατέρα ἀποκαλοῦμε ἐπίσης τὸν φυσικό μας γεννήτορα, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὴν βιολογική μας ὕπαρξη, ὅπως πατέρα ἀποκαλοῦμε καὶ τὸν κληρικὸ ἢ μοναχὸ , στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὴν πνευματική μας ὀντότητα, τὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς μας.

Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅμως εἶναι οἱ κληρικοὶ ποὺ μὲ τὴ διδασκαλία, τὰ συγγράμματα καὶ τὴ ζωὴ τους ἐξέφρασαν καὶ πραγματοποίησαν, κατὰ τὸ ἀνθρωπίνως δυνατό, τὸν ὑψηλὸ στόχο τοῦ χριστιανισμοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνέβασμα στὸ χῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀνέβασμα στὸ ὅρος ὅπου συνάντησαν τὸν Θεό, ὅπως ἄλλοτε ὁ Μωυσῆς στὸ Σινά.

Ἡ σπουδαιότητα τῶν Πατέρων

   Οἱ Πατέρες, οἱ σοφοί, ἅγιοι, ὀρθόδοξοι διδάσκαλοι καὶ συγγραφεῖς δὲν εἶναι ὑπόθεση μόνον τοῦ παρελθόντος. Αὐτὸ τὸ ἐργαστήρι ποὺ λέγεται ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι τὸ μόνο ἐργαστήρι ποὺ παράγει συνεχῶς ἁγίους καὶ πατέρες. Δὲν εἶναι πατέρες ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ὁ Αἰτωλός; Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, οἱ Ἅγιοι Ἀρσένιος, Παΐσιος, Πορφύριος, Γεώργιος Καρσλίδης…. καὶ τόσοι ἄλλοι νεώτεροι ἅγιοι…;

Πρέπει νὰ ξέρουμε ὅμως ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη) δὲν εἶναι ἡ ἀποκλειστικὴ πηγὴ τῆς πίστεώς μας, ὅπως πιστεύουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι, κοινῶς Προτεστάντες· δεχόμαστε ὡς πηγὴ πίστεως μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, “τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα” ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας.

Ἱερὴ Παράδοση

   Ἡ δεύτερη πηγὴ τῆς πίστεως τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ Ἱερὴ Παράδοση, προφορικὴ καὶ γραπτή. Προφορικὴ εἶναι ὅ, τι ἱερὸ γύρω ἀπὸ τὴν πίστη μας διαδόθηκε  μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, ἀπὸ στόμα σὲ στόμα· παραδείγματος χάριν  γράφει ὁ Ἅγιος Δαμασκηνός, ὅτι τὸ νὰ κάνουμε τὸν σταυρό μας δὲν εἶναι γραμμένο κάπου, σὰν ἐντολὴ δηλαδή, εἶναι γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους προφορικὴ παράδοση· τὸ νὰ εἶναι τὸ Ἱερὸ βῆμα τῶν ναῶν, μὲ τὴν κόγχη στραμμένο πρὸς τὴν ἀνατολή, ἐπίσης ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι γίνεται διότι ὁ Χριστὸς- διαδόθηκε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα- ὅταν σταυρώθηκε ἦταν στραμμένος πρὸς τὴν δύση, ἑπομένως οἱ βλέποντες τότε αὐτὸν ἦταν στραμμένοι πρὸς τὴν ἀνατολή, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι στὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου οἱ κρινόμενοι ἄνθρωποι θὰ εἶναι στραμμένοι πάλι πρὸς τὴν ἀνατολή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερέας ὅταν λειτουργεῖ εἶναι στραμμένος πρὸς τὴν ἀνατολή, πρὸς τὸν Κύριο δηλαδή, καὶ ὄχι πρὸς τὸν λαὸ, ὅπως δυστυχῶς γίνεται μὲ τοὺς παπικούς, οἱ ὁποῖοι παίρνουν τὴ θέση τοῦ Χριστοῦ καὶ λειτουργοῦν κατὰ πρόσωπο μὲ τὸν λαό. Μόνο στὸ κήρυγμα εἶναι στραμμένος πρὸς τὸν λαό, διότι αὐτὸ εἶναι παρένθεση, ἐκτὸς μυστηρίου, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ βοηθήσει νὰ γίνει κατανοητὸ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ Εὐαγγελίου.

Γραπτὴ Ἱερὰ Παράδοση εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐννέα τὸν   ἀριθμό, καὶ ὄχι μόνον ἑπτά, ὅπως εἴθισται νὰ λέγεται, μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόσχιση τῆς παπικῆς ὁμολογίας τὸ 1054 μ.Χ.

Ὅταν λέμε ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐννοοῦμε τοὺς κανόνες γιὰ ζητήματα διοικητικὰ καὶ τοὺς ὅρους γιὰ θέματα πίστεως, τὰ ὁποῖα ὀνομάζουμε δόγματα, δηλ. πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔκφραση τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως· λόγου χάριν τὸ “Πιστεύω” εἶναι συνοπτικὴ ἔκφραση τῆς πίστεώς μας καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ 12 ἄρθρα. Τὰ 7 πρῶτα συντάχθηκαν στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 325 στὴν Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τὰ 5 στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 431 μ.Χ.  Ἐπίσης ὅταν λέμε γραπτὴ Ἱερὰ Παράδοση ἐννοοῦμε καὶ τὰ ἔργα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν οἰκουμενικῶν διδασκάλων, στὰ ὁποῖα ἔργα διδασκόμαστε τί εἶναι ὀρθόδοξος πίστη καὶ τί αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι διδάσκαλοι, ὅπως προαναφέραμε, εἶπαν τὰ αὐτὰ καὶ δὲν λέει ὁ κάθε ἕνας, ὅτι κρίνει βασιζόμενος στὴ λογική του χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.   Ἕνας τέτοιος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ κανόνας τῆς πίστεως,  ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς στὸν στρατὸ τοῦ Χριστοῦ, στὴν πρώτη γραμμὴ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ, τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς, πλανεμένοι οἱ ἴδιοι, πλανοῦν ὅσους θέλουν νὰ πλανῶνται, σίγουροι γιὰ τὴν πλάνη τους.

Μέγας Βασίλειος

Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας, τόσο ἀπὸ ἄποψη χαρακτῆρος, ὅσο καὶ ἐξ ἀπόψεως μόρφωσης, εἶναι ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου.

Ἤδη ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ἀκόμη ἔχαιρε σεβασμοῦ· τὸν εἶχαν ὀνομάσει μέγα, καὶ δικαίως, διότι ἦταν μέγας ὡς ἄνθρωπος, ὡς  ἱεράρχης καὶ ὡς συγγραφέας.

Ο 4ος αἰώνας μ. Χ. θεωρεῖται χρυσὸς αἰώνας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ 5ος αἰώνας π. Χ. τῆς ἀρχαίας  ἐποχῆς, χάριν μίας πλειάδος ἀπὸ ἐξόχους θεολόγους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους κατατάσσεται καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, οἱ ὁποῖοι συνετέλεσαν στὴν νίκη τῆς ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν καὶ τῶν πνευματομάχων.

Ο Μέγας Βασίλειος καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια, ἡ ὁποία πρόσφερε πολλὲς ὑπηρεσίες στὴν Ἐκκλησία. Ὁ πατέρας του, ὀνόματι Βασίλειος καὶ αὐτός, ἦταν ρήτορας καὶ καθηγητὴς στὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου. Ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια ἦταν κόρη μάρτυρα.  Γεννήθηκε στὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου τὸ 330. Ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη ἦταν ἀσθενικῆς κράσης. Μὲ τὶς φροντίδες τῆς μητέρας του καὶ τῆς γιαγιᾶς του Μακρίνας πῆρε ἐξαιρετικὴ ἀνατροφὴ· αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸν ἐξαίρετο χαρακτῆρα ποὺ εἶχαν ὅλα τὰ παιδιὰ αὐτῆς τῆς οἰκογένειας.

Ἡ Μακρίνα (ἡ νεώτερη) ἦταν ἡ μεγαλύτερη, ἔγινε μοναχὴ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα της στὸν Πόντο, ὁ Νευκράτιος πέθανε στὴν ἡλικία τῶν 27 ἐτῶν ψαρεύοντας στὸν Ἴρι ποταμὸ γιὰ νὰ θρέφει τοὺς φτωχούς, ὁ Γρηγόριος ἔγινε ἐπίσκοπος Νύσσης, καὶ ὁ Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβάστειας.

Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον. Ὁ πατέρας του ἀνέλαβε τὴ μόρφωσή του μέχρι τὸν θάνατο του·  ἦταν τότε ὁ Μ. Βασίλειος 15 ἐτῶν.

Στὴ συνέχεια πῆγε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν Γρηγόριο ἀπὸ τὴν Ἀριανζό, τὸν μετέπειτα Θεολόγο²[2], ὅπως ἐπαξίως κέρδισε τὸν τίτλο, καὶ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν παραβάτη, ὅπως θὰ δοῦμε στὴν πορείας τῆς ζωῆς του.

Μετέπειτα τὸν βρίσκουμε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴ νέα τότε πρωτεύουσα τοῦ κράτους, νὰ παρακολουθεῖ μαθήματα στὸν διάσημο καθηγητὴ τῆς ρητορικῆς Λιβάνιο. Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης θέλησε καὶ ὁ Βασίλειος νὰ ἀκούσει κατὰ τὸ δυνατὸν περισσότερους διδασκάλους σὲ διάφορες πόλεις μὲ τελευταία τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, τὸ κέντρο τῆς ρητορικῆς, ὅπου δίδασκαν οἱ σοφιστὲς Ἰμέριος, Προαιρέσιος καὶ ἄλλοι, καὶ ὅπου σπούδαζαν φοιτητὲς ἀπὸ παντοῦ, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης.

Στὸ πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν εἶχε πάει πιὸ μπροστὰ ὁ ἤδη γνωστός του Γρηγόριος ὁ Νανζιανζηνός, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Βασίλειος συνδέθηκε μὲ πολὺ στενὴ φιλία. Μάλιστα ὁ Γρηγόριος, πολὺ παραστατικὰ, σὲ ἕναν λόγο του, ἀναφερόμενος στὸν φίλο του λέει πὼς σὰν παλαιότερος φοιτητὴς προστάτεψε τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὰ “καψόνια”, ποὺ ὑπέβαλλαν τότε οἱ παλαιοὶ φοιτητὲς στοὺς νεώτερους.  Ἔκτοτε οἱ δύο νέοι δὲν ἀποχωρίσθηκαν καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν τους στὴν Ἀθήνα. Ἔμεναν στὸ ἴδιο σπίτι, ἔτρωγαν μαζὶ καὶ εἶχαν κοινὰ ἰδεώδη · σχεδὸν εἶχαν μία ψυχὴ σὲ δύο σώματα. «Τὰ πάντα μὲν δὴ κοινὰ καὶ μία ψυχὴ δυοῖν δέουσα σωμάτων διάστασιν.»

Στὸ πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν ἡ μόρφωση ἦταν μᾶλλον ἐγκυκλοπαιδικὴ παρὰ εἰδική. Διδάσκονταν κυρίως ἡ φιλολογία, ἡ ρητορικὴ καὶ ἡ φιλοσοφία. Στὸν κλάδο τῆς ρητορικῆς διδάσκονταν ἡ ἐκμάθηση τῶν κανόνων γιὰ τὴν σύνταξη πανηγυρικῶν λόγων, δικανικῶν καὶ τὴν διδασκαλία τῶν νόμων. Ἡ φιλοσοφία περιελάμβανε πρῶτα τὴν πράξη, δηλαδὴ ἠθική, δεύτερον τὴν φύση, δηλ. ἀστρονομία, γεωμετρία, ἀριθμητικὴ καὶ γεωγραφία καὶ τέλος τὴν μεταφυσικὴ ἢ τὴν θεολογία.   Ο Μ. Βασίλειος παρακολούθησε καὶ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς κλάδους τῆς ἐπιστήμης καὶ χάριν τῆς ὑγείας του (ὑπέβοσκε μία ἀσθένεια τῶν νεφρῶν ἀνέκαθεν) πῆρε καὶ ὁρισμένες γνώσεις ἰατρικῆς.

Οἱ φοιτητὲς τῶν Ἀθηνῶν τότε, ὅπως καὶ πάντοτε, ἐνδιαφέρονταν καὶ γιὰ ἄλλα πράγματα ἐκτὸς ἀπ’ τὰ μαθήματά τους, ἴσως περισσότερο γι’ αὐτά, δηλ. θέατρα, γιορτὲς καὶ πανηγύρια καὶ τὰ συμπόσια μὲ τὶς ὡραῖες τραπεζοκόμους,  ὅπως χαρακτηριστικὰ διηγεῖται ὁ Γρηγόριος, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν διάρκεια τῶν παραδόσεων, ἐπειδὴ ἔπλητταν, συνεννοοῦντο γιὰ τὸ τί θὰ κάνουν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας μετὰ τὶς παραδόσεις. Οἱ καθηγητὲς κατέβαλλαν πολλὲς προσπάθειες γιὰ νὰ τραβήξουν τὴν προσοχή τους στὴν  παράδοση τῶν μαθημάτων.

Οἱ δύο φίλοι ὅμως ἀπὸ τὴν Καππαδοκία ἐλαφρὲς μόνον παραχωρήσεις ἔκαναν σὲ ἀθῶες διασκεδάσεις μὴ ἀκολουθῶντας τὸ σύνολο. Σιγὰ σιγὰ σχηματίσθηκε μία “παρέα”, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα,  γύρω ἀπὸ τοὺς δύο συνετοὺς φίλους, τοὺς ὁποίους θαύμαζαν καὶ ἀκολουθοῦσαν καὶ ἄλλοι φοιτητές, μὲ συνέπεια νὰ σχηματισθεῖ ὁ πρῶτος στὴν ἱστορία χριστιανικὸς σύλλογος.

Οἱ δύο φίλοι δύο μόνον δρόμους γνώριζαν· αὐτὸν ποὺ ὁδηγεῖ στὴν σχολὴ καὶ τὸν ἄλλο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν χριστιανικὸ ναό, παρ’ ὅλο ὅτι δὲν εἶχαν ἀκόμα βαπτισθεῖ. Ὅταν τελείωσαν οἱ σπουδές τους, ὁ Μ. Βασίλειους ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του, ἐνῶ ὁ Γρηγόριος παρέμεινε ἀκόμα ἕνα  -δύο χρόνια, καθ’ ὅσον ὁ  φοιτητικὸς σύλλογος ποὺ εἶχαν ὀργανώσει οἱ δύο φίλοι τὸν κράτησαν στὴν Ἀθήνα καὶ τοῦ παραχώρησαν καθηγητικὴ ἕδρα, σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοδοσία ποὺ εἶχαν τότε οἱ φοιτητές.

Στὴν Καισάρεια ὁ Βασίλειος ἐξάσκησε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ρητοδιδασκάλου, κάτι δηλαδὴ σὰν τὸν τωρινὸ δικηγόρο, καὶ μάλιστα μὲ μεγάλη ἐπιτυχία, ὥστε οἱ συμπατριῶτες του ἐπιχείρησαν νὰ τὸν καλέσουν στὴν Νεοκαισάρεια καὶ μάλιστα ἀντὶ ἀδρᾶς  ἀμοιβῆς, χωρὶς βέβαια νὰ τὸν πείσουν. Ἡ νέα ὅμως ἀναστροφὴ στὸ συγγενικό του περιβάλλον ἔφερε στὴν μνήμη του τὴν παιδική του ἡλικία καὶ τὴν ἅγια μορφὴ τῆς γιαγιᾶς του Μακρίνας, μὲ συνέπεια νὰ ἑλκυσθεῖ ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ βιβλία καὶ νὰ διακρίνει σ’ αὐτὰ ἕνα ἄλλο φῶς, πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ποὺ εἶχε σπουδάσει. Ἀποφάσισε τότε νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του πρὸς ἄλλη κατεύθυνση.

Ταξίδευσε στὴν Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καὶ Μεσοποταμία γιὰ νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸν χριστιανισμὸ καὶ τὴν μοναχικὴ ζωὴ ποὺ ἤκμαζε σ’ αὐτὲς τὶς χῶρες.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Καισάρεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ὑπηρέτησε στὴν μητρόπολη τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἀρειανισμὸς εἶχε καταδικασθεῖ στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ δυστυχῶς συνέχιζε νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ διαιροῦνται οἱ χριστιανοὶ σὲ αἱρετικοὺς καὶ παραδοσιακούς. Ὁπότε, ὅταν ὁ ἐπίσκοπός του Διανιὸς  προσχώρησε στοὺς ἀρειανοὺς, δὲν ἄντεξε· μοίρασε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς πατρικῆς του κληρονομιᾶς καὶ ἔφυγε· ἦταν τότε 30 χρόνων.

Ἐγκαταστάθηκε στὸν Πόντο, σὲ ἕνα οἰκογενειακὸ κτῆμα κοντὰ στὸν Ἴρι ποταμό, κατάφυτο. Σὲ κοντινὸ δὲ σημεῖο ὑπῆρχε καὶ ἡ γυναικεία Μονὴ ποὺ ἵδρυσε ἡ ἀδελφή του, Μακρίνα, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τους, Ἐμμέλεια. Ἐκεῖ τὸν βρῆκε καὶ ὁ φίλος του Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος εἶχε φύγει ἀπ’ τὴν Ἀθήνα μὴ μπορῶντας ν’ ἀντέξει τὸν χωρισμὸ τοῦ πιστοῦ καὶ πραγματικοῦ του φίλου, τοῦ Βασιλείου. Καὶ νὰ! Πάλι μαζὶ, νὰ σπουδάζουν τώρα, ὅμως σὲ διαφορετικὸ ἀντικείμενο ἔρευνας, τὴν θεολογία μὲ βάση κυρίως τὸν Ὠριγένη, ἀπὸ τὰ συγγράμματα τοῦ ὁποίου συνέταξαν  τὴν φιλοκαλία  καὶ συνεργάσθηκαν γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου.

Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια, στὰ 32 του, στὴν Μητρόπολη Καισαρείας ὁ αἱρετικὸς ἐπίσκοπος (ἀρειανὸς) Διανιὸς πέθανε καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Εὐσέβιος, ὁ ὁποῖος ἔπεισε τὸν Βασίλειο νὰ δεχθεῖ νὰ γίνει ἱερέας. Ὅμως, ὁ ἀνθρώπινος φθόνος μπῆκε ἀνάμεσά τους, μὲ συνέπεια νὰ ψυχρανθοῦν οἱ σχέσεις τους, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Βασίλειος ἔδωσε τόπο στὴν ὀργὴ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸν Πόντο. Ὅμως ὁ Γρηγόριος, ὁ πατέρας τοῦ Θεολόγου, ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος, τοὺς συμφιλίωσε καὶ ἐπανῆλθε ὁ Βασίλειος.

Ἔκτοτε συνεργάσθηκαν οἱ δύο ἄνδρες κατὰ τῶν Ἀρειανῶν καὶ ἔγινε ὁ Βασίλειος γιὰ τὸν Εὐσέβιο σύμβουλος ἀγαθός, μὲ τὸ νὰ τοῦ ἐξηγεῖ τὰ θεῖα, καθηγητὴς περὶ τοῦ πρακτέου, βακτηρία στὰ γεράματά του, ὥστε νὰ ξεχασθεῖ ἡ παλαιά τους ἔχθρα.

Μετὰ ἀπὸ 5 χρόνια συνεργασίας ὁ Εὐσέβιος πέθανε κι ἐκλέχθηκε ἐπίσκοπος, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ἀρειανῶν, ὁ Βασίλειος.

Τὸ ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου ὡς ἐπισκόπου

        Στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησία δύο λειτουργίες τελοῦνταν καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ ἔτους. Ἡ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ ἡ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.  Ἡ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τελεῖται ὅλες τὶς Κυριακὲς καὶ γιορτὲς τοῦ χρόνου ἐκτὸς ἀπὸ δέκα ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες τελεῖται ἡ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, δηλαδὴ τὶς πέντε πρῶτες Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν Μ. Πέμπτη, τὸ Μ. Σάββατο, τὴν παραμονὴ Χριστουγέννων, τὴν παραμονὴ τῶν Φώτων καὶ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.

Ὁ πρῶτος ποὺ ἔγραψε θεία Λειτουργία εἶναι ὁ Ἅγιος  Ἰάκωβος, ὁ γιὸς τοῦ μνήστωρος Ἰωσήφ, ὁ λεγόμενος καὶ Ἀδελφόθεος στὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα,  τὴν ὁποία μεταγλώττισε (ἀπέδωσε) στὴν ἑλληνικὴ ὁ Ἅγιος Κλήμης, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου,  ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Ρώμης.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου ἦταν πολὺ μακροσκελὴς καὶ διαρκοῦσε πολὺ χρόνο, μὲ συνέπεια οἱ χριστιανοὶ νὰ κουράζονται καὶ νὰ γογγύζουν, ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ πᾶνε καὶ στὶς καθημερινὲς ἐργασίες τους, ὁ Ἁγίος Βασίλειος ἀποφάσισε νὰ μικρύνει τὴν χρονικὴ ἔκταση τῆς Μυσταγωγίας· ὅμως ἤθελε καὶ τὴν ἔγκριση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἐγχείρημα αὐτό. Γιὰ πολλὲς μέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ ζητοῦσε νὰ τοῦ ἀπαντήσει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ἀπάντησε μέσα ἀπὸ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε ὁ Ἅγιος. Τοῦ φάνηκε ὅτι ἦλθε ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τέλεσε τὴν θεία Μυσταγωγία μαζί τους, ὅμως δὲν ἔλεγε τὶς εὐχὲς ὁ Κύριος, ὅπως εἶναι γραμμένες στὴν Λειτουργία τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ἀλλὰ παρέλειπε πολλές.  Μὲ αὐτὸ τὸ ὅραμα ὁ Θεὸς ἀπάντησε στὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ πῆρε τὸ θάρρος νὰ γράψει τὴν θεία Λειτουργία, ὅπως εἶναι σήμερα, πολὺ πιὸ σύντομη δηλαδή. Ἀργότερα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὴν συντόμεψε ἀκόμη περισσότερο, ὅπως εἶναι σήμερα.

Τὰ συγγράμματα τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι πολλὰ καὶ σπουδαῖα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν “Φιλοκαλία” ποὺ συνέταξε μαζὶ μὲ τὸν φίλο του στὸν Πόντο, ὅπως εἴδαμε, ἔγραψε κι ἄλλα ποικίλου, θεολογικοῦ περιεχομένου, ὅπου φαίνεται ἡ ἐξαίρετος ἐπιστημονική του συγκρότηση καὶ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία ὡς ἐκλεκτοῦ τέκνου τοῦ Θεοῦ. Τὰ συγγράμματα αὐτὰ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο κατατάσσονται σὲ Λειτουργικά, Δογματικά, Ἑρμηνευτικὰ στὴν Ἁγία Γραφή, Λόγοι σὲ διάφορες γιορτὲς Ἁγίων Μαρτύρων, παιδαγωγικά, ἠθικὲς καὶ πρακτικὲς ὁμιλίες, Ἀσκητικά. Ὡς κατ’ ἐξοχὴν δὲ θεμελιωτὴς τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος, ἔγραψε 92 Κανόνες καὶ τέλος ἔγραψε 366 ἐπιστολὲς σὲ διαφόρους καὶ γιὰ διάφορα ζητήματα, στὶς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται ἡ πολυμάθειά του καὶ ἡ τελειότητα τοῦ ὕφους.

Στὶς ὁμιλίες του κατάφερνε μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη νὰ πείθει τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς στρέφει ἀπὸ τὴν ἄγνοια, τὴν ἀμάθεια, τὴ σύγχυση, τὴν ἐμπάθεια στὸν σωστὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης πείνας ἡ ὁποία, ὅταν ἐνέσκυψε εἰς τὴν ἐπαρχία του, πολλοὶ πέθαιναν ἀπὸ ἀσιτία. Κατάφερε τότε νὰ πείσει τοὺς πλουσίους ποὺ φύλαγαν τὸ σιτάρι στὶς ἀποθῆκες τους περιμένοντας νὰ τὸ πουλήσουν σὲ καιρὸ κατάλληλο γιὰ αὐτοὺς γιὰ περισσότερα κέρδη, νὰ γίνουν φιλάνθρωποι ἀπὸ ἀγριότεροι τῶν θηρίων ποὺ ἦταν, γιατί, ὅπως τοὺς ἐξηγοῦσε,  τὰ θηρία ἂν καὶ εἶναι ἄγρια,  λυποῦνται τὰ ὅμοιά τους.

Μὲ ἄλλα λόγια μιμήθηκε τὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ χρησιμοποίησε μαστίγιο ὅπως Ἐκεῖνος γιὰ νὰ τοὺς πείσει: ἄσκησε δηλαδὴ λεκτικὴ αὐστηρότητα στὸ τέλος γιὰ ν’ ἀνοίξουν τὶς ἀποθῆκες ἀλλὰ καὶ ἔνιψε τὰ πόδια τῶν πεινασμένων τῆς Ἐπαρχίας του, ὅπως καὶ Ἐκεῖνος ἔνιψε τὰ πόδια τῶν Μαθητῶν του. Τί ἔκανε; Ὁ ἴδιος μοίραζε τὸ σιτάρι, μόνος τὸ ἔβραζε, τὰ δὲ στάρια μόνος τὰ μοίραζε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι κατάφερε νὰ θεραπεύσει τὴ συμφορὰ ἐκείνη τῆς πείνας. Πῶς νὰ μὴν τὸν ἀποκαλοῦν Μέγα κι ὅταν ἀκόμη ζοῦσε;

Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος

   Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου εἶχε φθάσει σ’ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Στὴν ἔρημο ζοῦσε ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος. Ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου πῆρε μαζί του ἕνα διερμηνέα ποὺ γνώριζε τὴν ἑλληνικὴ καὶ συριακὴ γλῶσσα καὶ πῆγε στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει ἀπὸ κοντά. Ὅταν μπῆκε μέσα στὸν ναό, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ Μέγας Βασίλειος – ἦταν ἡ γιορτὴ τῶν Φώτων – πληροφορήθηκε τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔστειλε ἕναν Διάκονο νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν πείσθηκε καὶ ἀρνήθηκε νὰ πάει στὸ Ἅγιο Βῆμα μὲ τὴ δικαιολογία καὶ ἀπορία πῶς ὁ Μ. Βασίλειος τὸν γνώρισε, ἀφοῦ εἶναι ξένος.

Δεύτερη φορὰ ὁ Διάκονος τοῦ μετέφερε τὸ κάλεσμα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ φίλησε τὰ ἄκρα τῶν ποδιῶν του, ὅπως καὶ ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἔπραξε τὸ ἴδιο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μεταφέρει στὸν Μέγα Βασίλειο τὴν ἐπιθυμία του νὰ μὴν πάει ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸ Ἱερὸ Βῆμα, ὅπου τὸν καλοῦσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἀλλὰ κατὰ μόνας νὰ τὸν συναντήσει στὸ σκευοφυλάκιο. Πράγματι ἡ συνάντηση τῶν δύο Ἁγίων ἔγινε στὸν τόπο ὅπου ζήτησε ὁ Ἐφραὶμ, ὅπου καὶ παρακάλεσε, διὰ τοῦ διερμηνέως του, νὰ παρακαλέσει τὸν Θεὸ νὰ μάθει νὰ μιλάει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Τὸ αἴτημά του ἔγινε δεκτὸ καὶ τότε οἱ δύο Ἅγιοι στάθηκαν ὁ ἕνας κοντὰ στὸν ἄλλο καὶ προσευχήθηκαν μαζί. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα προσευχῆς ὁ Μέγας Βασίλειος μεγαλοφώνως εἶπε «Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔστω μετά σου καὶ λάλησον Ἑλληνιστί». Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἄρχισε εὐθὺς ἀμέσως νὰ μιλάει ἑλληνικὰ καὶ δὲν χρειαζόταν πλέον τὸν διερμηνέα του.

Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Βασίλειος χειροτόνησε τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ Ἱερέα καὶ τὸν διερμηνέα του Διάκονο. Τρεῖς ἡμέρες παρέμεινε ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ κοντὰ στὸν Μέγα Βασίλειο καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν ἔρημο ἀπ’ ὅπου εἶχε ξεκινήσει γιὰ νὰ φθάσει στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.

Σύγκρουση τοῦ Μ. Βασιλείου  μὲ δύο αὐτοκράτορες,

τὸν Ἀρειανὸ Οὐάλη καὶ τὸν εἰδωλολάτρη Ἰουλιανὸ

        Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, ἀρειανὸς ὤν, εἶχε ἤδη λάβει μέτρα ἐναντίον ἄλλων ἐπισκόπων. Ὁ ὕπαρχος τῶν πραιτωριανῶν, Μόδεστος, ἐκπροσωποῦσε τὸν αὐτοκράτορα καὶ περιόδευε στὶς ἐπαρχίες γιὰ νὰ ἐξαναγκάζει τοὺς ἐπισκόπους νὰ προσαρμοσθοῦν πρὸς τὸν ἀρειανισμό.

Ὅταν ἦλθε στὴν Καισάρεια ὁ Οὐάλης γιὰ νὰ ἐξαναγκάσει τὸν ἐπίσκοπο Βασίλειο, γνωστὸ τοῖς πᾶσι γιὰ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του ( ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεάνθρωπος καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἑπομένως δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πίστευε),  ὅταν λοιπὸν ἦλθε ὁ Μόδεστος στὴν Καισάρεια ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ ἀναγκάσει τὸν Βασίλειο νὰ ὑποκύψει ἢ μὲ ἀπειλὲς ἢ μὲ ὑποσχέσεις. Ἡ στάση ὅμως τοῦ Βασιλείου ἦταν ἡ στάση ἑνὸς μεγάλου, ἑνὸς ἐπισκόπου διαφορετικοῦ ἀπὸ τοὺς πολλούς, οἱ ὁποίοι συνήθως ὑποκύπτουν καὶ προδίδουν τὴν πίστη τους στὸν Τριαδικὸ Θεό.

Δὲν τὸν φόβισε ἡ δήμευση, διότι δὲν εἶχε τίποτε περισσότερο ἀπὸ ἕνα τρίχινο ράσο καὶ μερικὰ βιβλία· οὔτε ἡ ἐξορία, γιατί ὅλη ἡ γῆ γιὰ ἐκεῖνον εἶναι Τοῦ Θεοὺ· οὔτε τὰ βάσανα γιατί τὸ σῶμα του, τοῦ εἶπε, εἶναι τόσο κουρασμένο, ὥστε θὰ συντριβεῖ μὲ τὸν πρῶτο κτύπημα· οὔτε ὁ θάνατος ποὺ θὰ τὸν φέρει γρήγορα κοντὰ στὸν Θεὸ· ἄλλωστε, σχεδὸν εἶχε πεθάνει σωματικά.  Καὶ στὸ τέλος πρόσθεσε στὸν Μόδεστο νὰ μεταφέρει τὴν ἀπάντησή του καὶ στὸν Αὐτοκράτορα. “Ακουέτω ταῦτα καὶ βασιλεύς”.

Ὁ Μόδεστος ἔμεινες ἐνεός, “κοινῶς κουφάθηκε” καὶ ἀπάντησε ὅτι δὲν εἶχε συναντήσει ποτὲ ἕως τότε ἀπὸ ἐπίσκοπο τέτοια λόγια. Τότε ὁ Βασίλειος παρατήρησε ὅτι μᾶλλον δὲν εἶχε συναντήσει ποτὲ ἕως τότε ἐπίσκοπο ( ὁ νοῶν νοείτω.)

Πάντως βρῆκε ἄλλο μέσο νὰ μειώσει τὸν Ἱεράρχη, παρ’ ὅλον τὸν θαυμασμὸ του γι’ αὐτὸν καὶ τὴν θεραπεία τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ του ἀπὸ τὸν ἴδιο: χώρισε στὰ δύο τὴν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας καὶ δημιούργησε δεύτερη Καππαδοκία μὲ ἕδρα τὰ Τύανα. Ὁ ἐπίσκοπος Τυάνων Ἄνθιμος ἄρχισε νὰ δημιουργεῖ προβλήματα καὶ νὰ ἐμποδίζει τὴν μεταφορὰ προϊόντων τῆς μητρόπολης Καισαρείας.

Ὁ Βασίλειος ἀντέδρασε μὲ τὴ δημιουργία, σὲ διάφορες κωμοπόλεις ἐπισκοπῶν, ὅπου τοποθέτησε προϊσταμένους ἀνθρώπους ἀφοσιωμένους σ’ αὐτόν, οὕτως ὥστε νὰ διατηρήσει μέρος τῆς ἐπαρχίας μακριὰ ἀπ’ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Ἀνθίμου καὶ τῆς αἱρετικῆς κυβέρνησης τοῦ Οὐάλη. Ἔτσι, στὴν προσπάθειά του αὐτὴ τοποθέτησε τὸν ἀδελφό του Γρηγόριο στὴ Νύσσα καὶ τὸν φίλο του Γρηγόριο στὰ Σάσιμα. Ὁ Γρηγόριος ὅμως παρὰ τὴν ἀφοσίωσή του σὲ ἐκεῖνον δὲν δέχθηκε νὰ ἀναλάβει τὴν ἕδρα καὶ αὐτὸ τὸ γεγονὸς στάθηκε ἡ αἰτία νὰ ψυχρανθοῦν οἱ δύο φίλοι, εὐτυχῶς προσωρινά.

Ἡ σύγκρουση τοῦ Μ. Βασιλείου μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη ἢ Ἀποστάτη

        Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ὑπῆρξε ἑτεροθαλὴς ἀδερφὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ βαπτισμένος χριστιανός. Γνώριζε πολὺ καλὰ τὴν Γραφὴ καὶ ὄχι μόνον· πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ διακονοῦσε ὡς ἀναγνώστης. Εἶχε ἄριστη ἀρχαιοελληνικὴ παιδεία, ἡ ὁποία ὅμως τὸν κέρδισε ἢ μᾶλλον τὸν κυρίευσε, γιατί, ὅταν βρέθηκε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, προσπάθησε νὰ ἐπιβάλει τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ διώξει τοὺς χριστιανοὺς μὲ πολὺ μίσος, τοὺς ὁποίους ἀποκαλοῦσε περιφρονητικὰ “Ναζωραίους”. Ἀπέκλεισε ἀπ’ τὸ διδασκαλικὸ ἔργο στὶς Σχολὲς ὅσους καθηγητὲς ἦταν χριστιανοὶ καὶ στὴ συνέχεια ἀπαγόρευσε καὶ τοὺς χριστιανοὺς μαθητὲς νὰ παρακολουθοῦν μαθήματα στὶς Σχολές. Ἤθελε νὰ καταδικάσει τοὺς χριστιανοὺς σὲ ἀμάθεια ἐκτὸς κι ἂν οἱ μαθητὲς καὶ καθηγητὲς τῶν φιλοσοφικῶν σχολῶν πίστευαν στὸν θεὸ Ἥλιο. Καὶ ἦταν τότε ποὺ οἱ χριστιανοὶ ἀντέδρασαν καὶ ἄρχισαν νὰ ἱδρύουν σχολές, ὅπως ὁ Ἅγιος Βασίλειος, νὰ γράφουν ἔπη, δράματα καὶ διαλόγους μὲ βιβλικὸ περιεχόμενο. Στοὺς δύο στηλιτευτικοὺς λόγους του πρὸς τὸν Ἰουλιανὸ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξηγεῖ ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ κίνηση νὰ ἐπαναφέρει τὰ εἴδωλα, προέρχεται ἀπὸ φθόνο καὶ μίσος ἐναντίων του Χριστιανισμοῦ· ἤθελε νὰ καταδικάσει τοὺς Χριστιανούς, τοὺς Γαλιλαίους, ὅπως περιφρονητικά τοὺς ὀνόμαζε, σὲ ἀπαιδευσία. Μὲ αὐτὸ ὅμως ἔδειχνε ὅτι φοβόταν τὴν δύναμη τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, ἡ ὁποία συνδέονταν μὲ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία.

Ἡ συνάντηση τοῦ Ἰουλιανοῦ του παραβάτη μὲ τὸν Μ. Βασίλειο στὴν Καισάρεια

          Ὁ Ἰουλιανὸς πίστευε ὅτι ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου· ὅταν ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς Περσίας πέρασε ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Ο Μ. Βασίλειος γιὰ νὰ τιμήσει τὸν παλιό του συμμαθητὴ στὴν Ἀθήνα – τώρα ὡς βασιλιά – πῆρε τὸν λαὸ τῆς Καισάρειας καὶ πῆγε νὰ τὸν προϋπαντήσει.

Στὴν ἀπαίτηση τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ τοῦ προσφέρει δῶρα, κατὰ τὰ εἰωθότα τῆς ἐποχῆς, ὁ Μ. Βασίλειος τοῦ πρόσφερε ἀντὶ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ποὺ ἀπαίτησε ὁ Ἰουλιανὸς, τρία κριθαρένια ψωμιά, ἀπὸ αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ ἔτρωγε καὶ ὁ ἴδιος. Ὁ βασιλιὰς ὀργίσθηκε καὶ διέταξε νὰ ἀνταμείψουν τὸν Ἱεράρχη γιὰ τὸ δῶρο ποὺ τοῦ πρόσφερε, νὰ τοῦ δώσουν δηλαδὴ χορτάρι ἀπ’ τὸ λιβάδι. Ἑτοιμόλογος καὶ εὐθὺς ὁ Ἱεράρχης τοῦ ἀπάντησε: «Ἐμεῖς, βασιλιᾶ μας, σοῦ προσφέραμε, ἐπειδὴ μᾶς τὸ ζήτησες, ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τρῶμε καὶ σὺ ἔκανες τὸ ἴδιο· μᾶς πρόσφερες χόρτο, ἀπ’ αὐτὸ ποὺ τρῶς καὶ σύ».

Ὁ Ἰουλιανὸς ὀργίσθηκε τότε καὶ ἀπάντησε στὸν Ἅγιο: «Δέξου τώρα αὐτὸ τὸ δῶρο καὶ ὅταν ἐπιστρέψω ἀπ’ τὴν Περσία νικητής, τότε, τὴν μὲν πόλη σου θὰ κατακαύσω, τὸ δὲ μωρὸ ποίμνιό σου θὰ αἰχμαλωτίσω καὶ σὺ θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβὴ πού σοῦ ταιριάζει». Ἔφυγε γιὰ τὴν Περσία γεμάτος ἀπὸ ὀργὴ καὶ αἰσιοδοξία ὅτι θὰ νικήσει.

Ο Μ. Βασίλειος γνωρίζοντας «τὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες» τοῦ ὀργίλου καὶ εἰδωλολάτρη Ἰουλιανοῦ κάλεσε τὸν λαὸ καὶ τοὺς ἀνήγγειλε τὶς ἀπειλὲς τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοὺς συμβούλεψε νὰ φέρουνε ὅσα χρήματα ἔχουν καὶ ὅταν ἔρθει ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὴν Περσία νὰ τοῦ τὰ προσφέρουν γιὰ νὰ μὴν ἐκτελέσει τὴν ἀπειλή του. Πράγματι συγκεντρώθηκε πολὺς χρυσός, ἄργυρος καὶ πολύτιμοι λίθοι καὶ τὰ τοποθέτησε ὁ Ἅγιος στὸ σκευοφυλάκιο ἀφοῦ προηγουμένως κατέγραψε ὅτι ὁ καθένας προσέφερε.

Ὅμως ὁ Ἅγιος – κατὰ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ρητὸ «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» – δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὴ συγκέντρωση χρημάτων·  μαζὶ μὲ τὸν λαὸ ἀνέβηκε στὸ ὅρος Δίδυμο (ἐπειδὴ εἶχε δύο κορυφές), ὅπου βρισκόταν ὁ Ναὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐκεῖ κλῆρος καὶ λαὸς παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ ἀλλάξει τὴν ἀπόφαση τοῦ βασιλιᾶ. Τότε ὁ Ἅγιος ἔζησε ἕνα θαῦμα· εἶδε πλῆθος Ἀγγέλων γύρω ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ ἀνάμεσά τους μία γυναῖκα πάνω σὲ θρόνο, ἡ ὁποία εἶπε στοὺς Ἀγγέλους: «Καλέστε τὸν Μερκούριο νὰ πάει καὶ νὰ φονεύσει τὸν ἐχθρό τοῦ Υἱοῦ μου, Ἰουλιανό».

Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτασία κατέβηκε ἀμέσως μὲ μερικοὺς κληρικοὺς στὴν πόλη· ἦταν ἐκεῖ ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ὅπου βρισκόταν καὶ τὸ λείψανό του καὶ τὰ ὅπλα του, διότι ὁ  Ἅγιος Μερκούριος μαρτύρησε στὴν Καισάρεια πρὸ ἑκατὸ χρόνων ἐπὶ Βαλεριανοὺ καὶ Βαλερίου.

Ὅταν μπῆκε ὁ Ἅγιος μέσα σὲ αὐτὸν τὸν Ναὸ καὶ δὲν βρῆκε τὸ λείψανο καὶ τὰ ὅπλα του, ρώτησε τὸν Σκευοφύλακα τί συνέβη. Ἐκεῖνος δήλωσε ἄγνοια. Τότε κατάλαβε τί σήμαινε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε κατὰ τὴ νύκτα ἐκείνη· ἦταν τότε ποὺ σκοτώθηκε ὁ ἀσεβέστατος βασιλιάς. Εὐθὺς ἀμέσως ἐπέστρεψε στὸ ὅρος, ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι καὶ χαρούμενος τοὺς ἀνακοίνωσε ὅτι ὁ Ἰουλιανὸς σκοτώθηκε. Τότε τοὺς πρότεινε νὰ πᾶνε στὴν πόλη γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας τὰ χρήματα ποὺ ἔδωσε. Ὅμως  οἱ χριστιανοὶ ὅλοι μὲ ἕνα στόμα, μὲ μία φωνὴ ἀπάντησαν ὅτι τὰ χαρίζουν στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἔσωσε τὴν ζωή τους.

Ὁ Ἅγιος ἐπαίνεσε τὴν προθυμία τους, ὅμως τοὺς πρότεινε νὰ πάρουν ὁ καθένας τὸ 1/3 καὶ τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ ἀφιερώσουν πρὸς ἐνίσχυση τῶν ἱδρυμάτων τοῦ συγκροτήματος γνωστοῦ μὲ τὸ ὄνομα “Βασιλειάδα”, ὅπου διακονοῦσε καὶ ὁ ἴδιος.

Συγγράμματα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

        Ο Μέγας Βασίλειος διακρίθηκε καὶ ὡς μέγας συγγραφέας. Ἡ ἐπίδραση τῆς παιδείας ποὺ ἔλαβε εἶναι ὁλοφάνερη στὰ συγγράμματά του.

α) Πρακτικά: Στὰ ἔργα αὐτά, χωρὶς πολεμικὴ τάση, καταδεικνύεται ἡ θετικὴ στάση τοῦ χριστιανισμοῦ ἔναντι τοῦ κόσμου.

Στὴν ὁμιλία πρὸς τοὺς νέους, σὲ συνάθροιση τῶν χριστιανῶν σπουδαστῶν τῆς Καισάρειας, προτρέπει τοὺς νέους νὰ μελετήσουν πρῶτα τὴν κλασσικὴ φιλολογία, διότι θὰ τοὺς βοηθήσει νὰ κατανοήσουν τὴ Γραφή, ὅμως νὰ προσέξουν καὶ νὰ πάρουν ὅ,τι εἶναι καλό, ὅπως οἱ μέλισσες παίρνουν ἀπὸ τὰ ρόδα τὴν γύρη καὶ νὰ ἀπορρίψουν τὰ ἀρνητικὰ καὶ αἱρετικὰ στοιχεῖα, ὅπως τὴν καταπίεση τῆς γυναίκας καὶ τῶν δούλων, τοὺς μύθους περὶ θεῶν κ.ἄ. καὶ νὰ κρατήσουν τὰ θετικά, ὅπως ἔπραξε καὶ ὁ ἴδιος.

β) Τὰ ἀσκητικὰ εἶναι συλλογὴ συγγραμμάτων ποὺ ἀπαρτίζουν 12 βιβλία μὲ συμβουλὲς γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο.

Σὲ μία ὁμιλία του «Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῷ» ξεκινάει ἀπ’ τὸ ἀξίωμα τοῦ Σωκράτους “γνῶθι σεαυτῷ” καὶ προτρέπει τὸν ἄνθρωπο νὰ θεωρήσει ὡς ἀσήμαντα τὴν φτώχεια, τὴν ἀσήμαντη καταγωγή του, τὴν ἀρρώστια. Ἂν ἀντιληφθεῖ τὴν ἀναξιότητά του θὰ θεωρήσει ἀσήμαντα τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Ἂν προσέχει στὸν ἑαυτό του, θὰ προσέχει στὸ Θεό. Ἡ ἠθικὴ τελείωση εἶναι κατ’ ἐξοχὴν ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ φύση του ἐπιθυμεῖ τὰ καλά. Κυρίως ἀγαθὸ εἶναι ὁ Θεός· ἐπειδὴ δὲ ὅλοι ποθοῦν τὸ ἀγαθό, ἄρα ὅλοι ποθοῦν τὸν Θεό. Τὸ κακό εἶναι ἀνύπαρκτο· δὲν εἶναι ὂν οὔτε οὐσία, ἀλλὰ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως τὸ σκοτάδι δὲν εἶναι αὐθύπαρκτο, εἶναι ἡ στέρηση τοῦ φωτός.

γ) Ἑρμηνευτικά: Σημαντικὸ ἔργο εἶναι οἱ ἐννέα (9) ὁμιλίες στὴν ἑξαήμερο τῆς Γένεσης. Πρόκειται γιὰ μία σύνθεση, ὅπου συμπλέκονται οἱ ἐπιστημονικές του γνώσεις μὲ τὶς θεολογικές. Τὶς ὁμιλίες αὐτὲς παρακολουθοῦσε ἕνα κοινὸ ἀπὸ ἐργάτες, τεχνῖτες καὶ γυναῖκες τοῦ λαοῦ, πρὸ τῆς πρωινῆς τους ἐργασίας καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς ἐργασίας τους κατὰ τὴν ἴδια ἡμέρα χωρὶς λογαριάζουν τὸν κόπο τους.

Μιλάει γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἕξι ἡμέρες κατὰ τὴν διήγηση τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὴν Γένεση. Εἶναι μία σύνθεση γνώσεων ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Αἰλιανοῦ, τοῦ Πλινίου καὶ ἄλλων φιλοσόφων καὶ γραφικῶν χωρίων.

γ) Δογματικά: Στὰ ἔργα αὐτὰ ὑπερασπίζεται τὴν ὀρθοδοξία ἔναντι τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του.

Τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου

   Οἱ μεγάλες ἐκκλησιαστικὲς καὶ κοινωνικὲς φροντίδες ἦταν δυσβάστακτες γιὰ τὸν ἀσθενικὸ ἐπίσκοπο ἀλλὰ καὶ κυρίως λόγω τῆς ὑπερασκητικῆς ζωῆς του. Ἀνέκαθεν ὑπέβοσκε κάποια ἀρρώστια στὸν ὀργανισμό του, μᾶλλον τῶν νεφρῶν.

Ὅλη ἡ πόλη παρακολουθοῦσε τὴν ἔκβαση τῆς ὑγείας του μὲ πολλὴ ἀγωνία καὶ πολλὴ προσευχὴ γιὰ τὸν ἀγαπημένο τους ἐπίσκοπο.

Πέθανε στὰ τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 378 μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις «εἰς χεῖρας Σου παραθήσομαι  τὸ πνεῦμα μου». Κηδεύθηκε τὴν πρώτη ἡμέρα τοῦ ἑπομένου ἔτους. Κατὰ τὴν κηδεία του ἀπὸ τὸν συνωστισμὸ καὶ τὴν συγκίνηση τῶν συμπολιτῶν του παρατηρήθηκαν λιποθυμίες καὶ θάνατοι.

Ἔχαιρε τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἐν τῇ ζωῇ ἀκόμη, καὶ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἤδη Μέγα. Παρατηρήθηκε μάλιστα τὸ φαινόμενο νὰ μιμοῦνται καὶ τὰ σωματικά του ἐλαττώματα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ τὸ εἰσαγόμενο νεοταξικὸ ὑποπροϊὸν Santa Claus εἰς τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα

  Δυστυχῶς τὸ κατασκεύασμα αὐτό, τὸ φρικτὸ στὴ ὄψη, δίκην ἑνὸς χαζούλη, χονδροῦ καὶ ὀλίγον πιωμένου γέρου μὲ τὴν μεγάλη κοιλιά, ἔχει περάσει στὴ ζωὴ τῶν Νεοελλήνων, ὅπως τόσα ἄλλα ὑποπροϊόντα ἐξ Ἀμερικῆς προερχόμενα, καὶ κατέκλυσε τὸν κόσμο.

     Διάβαζα στὸν «Ἐλεύθερο Τύπο» ὅτι τὴν καρικατούρα αὐτὴ ποὺ πλασάρεται ὡς Ἅγιος Βασίλειος ποὺ φέρνει δῶρα καὶ ἀγαπᾶ τὰ παιδιὰ τὴν σχεδίασε στὴν Ἀμερικὴ αὐτὸς ποὺ σχεδίασε καὶ τὰ σύμβολα τῶν Δημοκρατικῶν καὶ Ρεπουμπλικάνων, τὸν γάιδαρο καὶ τὸν ἐλέφαντα δηλαδή.

Ὁποία κατάντια τῶν ἀνθρώπων! Καὶ δὲν θὰ ἔλεγα κατάντια τῶν κατασκευαστῶν ὅσο τῶν ἀποδεκτῶν αὐτοῦ του φρικτοῦ ψέματος, διότι οἱ κατασκευαστὲς καὶ προωθήσαντες αὐτὸ τὸ γελοῖο κατασκεύασμα εἶχαν καὶ ἔχουν τὸ σκοπό τους ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὴν ἀποχαύνωση ἡμῶν τῶν ἀποδεκτῶν.

Δυστυχῶς ἐντάσσεται καὶ αὐτὴ ἡ προσπάθεια στὴν ἐπιχείρηση ποὺ ὀνομάζεται παγκοσμιοποίηση.

Τώρα τί σχέση ἔχει ὁ Ἅγιος Νικόλαος (Santa Claus) μὲ αὐτὴ τὴν πλαστοποιημένη φιγούρα ὁ διάβολος οἶδεν. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ κυρίως προκαλεῖ θλίψη ἀλλὰ καὶ ἱερὴ ἀγανάκτηση εἶναι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Nεοέλληνες, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, οἱ κάτοχοι μίας πραγματικὰ ἱερῆς ἱστορίας, ἢ δὲν τὴν ξέρουν ἢ κάνουν πὼς δὲν τὴν ξέρουν καὶ υἱοθετοῦν ὅ,τι τοὺς πλασάρεται στὸ ἐμπόριο.

Ὀνόμασα τὸν Σάντα Κλάους τῶν Ἀμερικανοευρωπαίων Ἅγιο Βασίλειο, γιατί στὴν παράδοσή μας ὁ  Ἅγιος Βασίλειος ἔχει σχέση μὲ παιδιὰ καὶ γιορτάζεται τὴν 1η Ἰανουαρίου. Δηλαδὴ ἐδῶ πρόκειται ὄχι περὶ λάθους, ἀλλὰ περὶ ὀργανωμένης ἀπάτης ποὺ δυστυχῶς δὲν βρίσκει ἀντίσταση καὶ περνᾶ στὴν ἱστορία τὸ ψέμα ὑποκαθιστῶντας τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν πραγματικὸ Ἅγιο Βασίλειο!

Αὐτὴ εἶναι ἡ τακτική τῆς «νέας τάξης πραγμάτων»· νὰ περνάει τὸ ψεύτικο, τὸ νόθο, τὸ εὔκολο, τὸ χαρούμενο. Πρόκειται γιὰ τὸν φαρδὺ δρόμο τῆς κακίας ποὺ προτάθηκε στὸν Ἡρακλῆ, τὸν ὁλόισιο χωρὶς ἐμπόδια, τὸν φαρδὺ καὶ εὔκολο. Ξέχασαν ὅμως οἱ Νεοέλληνες ὅτι ὁ Ἡρακλῆς τὸν ἀπέρριψε καὶ διάλεξε τὸν στενὸ καὶ δύσκολο δρόμο τῆς Ἀρετῆς.

Οἱ Νεοέλληνες δυστυχῶς ξέχασαν τὴ μυθολογία τους, ξέχασαν τὴν ἱστορία τους, ξέχασαν καὶ τὴν ἱερὰ ἱστορία τους ποὺ τὴν ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ συνεργάτες τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ γενικὰ μὲ ὅλους τους Ἁγίους ἀνθρώπους.

Τὸ εὐτύχημα εἶναι ὅτι στὶς ἡμέρες μας ὅλο καὶ περισσότεροι ἀφυπνίζονται καὶ κατανοοῦν τὴν μεγάλη ἀπάτη τῆς «νέας τάξης», νὰ ὁμαδοποιήσουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς τρέφουν μὲ σκύβαλα καὶ ξυλοκέρατα. Ἕνα τέτοιο ξυλοκέρατο εἶναι ἡ φιγούρα τοῦ Santa Claus, ὅπως τὴν κατήντησαν οἱ ἐταιρίες.

Πέτυχε ὁ νεοταξικὸς “Ἄη Βασίλης” νὰ καθιερωθεῖ δυστυχῶς στὴ χώρα μaς ποὺ σημαίνει ἢ ὅτι εἴμαστε ἀγράμματοι ἢ ὅτι δὲν ἀντιστεκόμαστε καὶ εἶναι καὶ τὰ δύο ἀπὸ κακὰ ἕως χείριστα!

Ὀφείλουμε ὅλοι νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν πλημμυρίδα τοῦ ψέματος καὶ νὰ ἀποκαταστήσουμε τὴν ἀλήθεια πρὸς δὀξαν τοῦ Θεοῦ καὶ σωτηρία δική μας καὶ τῶν ἀθώων παιδιών μας. Γένοιτο!!!

 

[1] Οἱ Ἀρειανοὶ δίδασκαν ὅτι ὁ Χριστὸς  δὲν εἶναι Θεὸς ἀλλὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ πνευματομάχοι ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι Θεός

[2] Τον ὅρο Θεολόγο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸν κατέχουν τρεῖς μόνον Ἅγιοι. Ὁ Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Γρηγόριος ὁ Νανζιανὸς καὶ ὁ Συμεὼν ὁ νέος (σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν γέροντά του ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Συμεών).