ΟΣΙΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗ

ΟΣΙΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗ

Ἡ Ὁσία Κασσιανή γεννήθηκε μεταξύ του  805 καί 810 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό εὐγενεῖς γονεῖς. Εἶναι πολύ πιθανό ἡ οἰκογένειά της νά προερχόταν ἀπό τό μικρό νησί τῆς Κάσου, ἐξ οὗ καί τό ὄνομά της. Ἦταν μοναχοκόρη καί ξεχώριζε γιά τήν σπάνια εὐφυΐα της ἀλλά καί γιά τήν ἐξαιρετική ὀμορφιά της.

Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Θεόφιλος ἤθελε νά νυμφευθεῖ, ὀργάνωσε δεξίωση στή μεγαλοπρεπῆ αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων, πού λεγόταν «τρίκλινο τοῦ μαργαρίτου». Στήν δεξίωση προσκλήθηκαν οἱ δώδεκα ὡραιότερες καί ἐπιφανέστερες κόρες τῆς ἀριστοκρατίας τῆς Πόλης. Ὁ Αὐτοκράτωρ ἔπρεπε νά διαλέξει τήν μέλλουσα βασίλισσα προσφέροντάς της ἕνα χρυσό μῆλο. Ὁ Θεόφιλος ἐντυπωσιάσθηκε ἀμέσως ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς Κασσιανῆς καί τήν πλησίασε. Ἤθελε νά δοκιμάσει ὅμως καί τό πνεῦμα της, γι’ αὐτό πρίν τῆς δώσει τό μῆλο ἀστειευόμενος τῆς εἶπε: «Ἐκ γυναικός τά χείρω» (δηλαδή: ἀπό τή γυναίκα βέβαια πηγάζουν ὅλα τά κακά), ἐννοῶντας τό παράπτωμα τῆς Εὔας. Ἡ Κασσιανή τοῦ ἀπάντησε: «Καί ἐκ γυναικός τά κρείττω» (δηλαδή : ἀλλά καί ἀπό τήν γυναῖκα πηγάζουν ὅλα τά καλά), ἐννοῶντας τήν Παναγία. Ὁ Θεόφιλος δυσαρεστήθηκε ἀπό τήν ἀναπάντεχη καί εὔστοχη ἀπάντηση, φοβήθηκε μάλιστα μήπως εἶναι ἀνώτερή του στήν εὐφυΐα, πρᾶγμα πού δέν ἤθελε καί τήν προσπέρασε δίνονας τό χρυσό μῆλο στήν σεμνή Θεοδώρα.

Μετά ἀπό αὐτό, ἡ Κασσιανή θέλησε ν΄ἀποσυρθεῖ ἀπό τήν κοσμική ζωή καί νά ἀφιερώσει τή ζωή της στόν Νυμφίο Χριστό. Δύο φορές συνελήφθη καί μαστιγώθηκε, γιατί τιμοῦσε καί προσκυνοῦσε τίς εἰκόνες. Μετά ἀπό δεκατρία χρόνια ὁ εἰκονομάχος Θεόφιλος πέθανε κι ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ἀποκατέστησε τήν Ὀρθοδοξία. Τότε κι ἡ Κασσιανή ἵδρυσε δικό της μοναστήρι στόν Ξερόλοφο, στό λόφο τοῦ Ἑβδόμου τῆς πρωτεύουσας, πού ὀνομάστηκε «τά Κασσίας». Ἐκεῖ ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία μέ τίς προτροπές καί τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ἀλληλογραφοῦσαν καί ἀλληλοβοηθοῦνταν κατά τά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας ἀλλά καί στή συνέχεια. Ἀπό τή σχέση τους αὐτή σώζονται τρεῖς ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου πρός Κασσίαν κανδιδάτισσαν.

Τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς πού ψάλλεται στήν Ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Τρίτης τό βράδυ καί ἡ ἱστορία του.

 

Τό Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,

τήν σήν αἰσθομένη Θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,

ὀδυρομένη μύρα σοι, πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.

Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι, ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,

ζοφώδης τε καί ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων,

ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ·

κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας,

ὁ κλίνας τούς Οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει·

καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας,

ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·

ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν,

κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.

Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους,

τίς ἐξιχνιάσει ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;

Μή μέ τήν σήν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό ἔλεος.

 

 

Μετάφραση στό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς διά χειρός Φώτη Κόντογλου:

Κύριε, ἡ γυναίκα πού ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες,

σάν ἔνοιωσε τή Θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα καί σέ ἄλειψε μέ μυρουδικά

πρίν ἀπό τόν ἐνταφιασμό σου κι ἔλεγε ὀδυρόμενη:

Ἀλλοίμονο σέ μένα, γιατί μέσα μου εἶναι νύχτα κατασκότεινη καί δίχως φεγγάρι,

ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας.

Δέξου ἀπό μένα τίς πηγές τῶν δακρύων,

ἐσύ πού μεταλλάζεις μέ τά σύννεφα τό νερό τῆς θάλασσας.

Λύγισε στ’ ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου,

ἐσύ πού ἔγειρες τόν οὐρανό καί κατέβηκες στή γῆς.

Θά καταφιλήσω τά ἄχραντα ποδάρια σου,

καί θά τά σφουγγίσω πάλι μέ τά πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου

αὐτά τά ποδάρια, πού σάν ἡ Εὔα κατά τό δειλινό, τ’ ἄκουσε νά περπατᾶνε,

ἀπό τό φόβο της κρύφτηκε.

Τῶν ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη

καί τῶν κριμάτων σου τήν ἄβυσσο, ποιός μπορεῖ νά τά ἐξιχνιάση,

ψυχοσώστη Σωτήρα μου;

Μήν καταφρονέσης τή δούλη σου,

ἐσύ πού ἔχεις τ’ ἀμέτρητο ἔλεος

 

Μέ βάση τήν παράδοση ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας νά εἶναι ἐρωτευμένος μαζί της, ἐπιθυμοῦσε νά τήν δεῖ γιά μία τελευταία φορά πρίν πεθάνει κι ἔτσι πῆγε στό μοναστήρι ὅπου βρισκόταν. Ἡ Κασσιανή ἦταν μόνη στό κελί της γράφοντας τό γνωστό τροπάριό της, πού ψάλλεται στίς Ἐκκλησίες τό βράδυ τῆς Μεγάλης Τρίτης, ὅταν ἀντιλήφθηκε τήν ἄφιξη τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀκολουθίας. Τόν ἀγαποῦσε ἀκόμη ἀλλά πλέον εἶχε ἀφιερώσει τή ζωή της στόν Θεό γι΄ αὐτό καί κρύφτηκε, μή ἐπιθυμῶντας νά ἀφήσει τό παλιό της πάθος νά ξεπεράσει τό μοναστικό της ζῆλο. Ἄφησε ὅμως τό μισοτελειωμένο ὕμνο πάνω σέ ἕνα τραπέζι. Ὁ Θεόφιλος ἀνακάλυψε τό κελί της καί μπῆκε σέ αὐτό ὁλομόναχος. Τήν ἀναζήτησε ἀλλά μάταια. Ἐκείνη τόν παρακολουθοῦσε μέσα ἀπό μία ντουλάπα στήν ὁποία εἶχε κρυφτεῖ. Ὁ Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, ἔκλαψε καί μετάνιωσε πού γιά μία στιγμή ὑπερηφάνειας ἔχασε μία τόσο ὄμορφη καί ἔξυπνη γυναίκα. Στή συνέχεια βρῆκε τά χειρόγραφα τῆς Κασσιανῆς ἐπάνω στό τραπέζι καί τά διάβασε. Μόλις ὁλοκλήρωσε τήν ἀνάγνωση κάθισε καί πρόσθεσε ἕνα στίχο στόν ὕμνο. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ὁ στίχος αὐτός ἦταν «ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τό δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη». Φεύγοντας ἐντόπισε τήν Κασσιανή πού κρυβόταν στήν ντουλάπα ἀλλά δέν τῆς μίλησε, σεβόμενος τήν ἐπιθυμία της. Ἡ Κασσιανή βγῆκε ἀπό τήν κρυψῶνα της μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ αὐτοκράτορα, διάβασε τήν προσθήκη του καί στή συνέχεια ὁλοκλήρωσε τόν ὕμνο.

Ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Κασσιανῆς τιμᾶται στίς 7 Σεπτεμβρίου κάθε ἔτους.

Bill Smir 15