Ανδρέας Κάλβος

   

Joseph Cartwright (1789-1829), Η πόλη και το λιμάνι της Ζακύνθου (περίπου 1820) (Μουσείο Μπενάκη) [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α’ Λυκείου

 Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792 από το Νικόλαο και την Ανδριανή, το γένος Ρουκάνη. Στα 1794 γεννήθηκε και ο αδελφός του Νικόλαος. Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του και εγκαταλείπει τη σύζυγό του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο, όπου ο Ανδρέας παρέμεινε μέχρι το 1812.

Ugo Foscolo. Έργο του François-Xavier Fabre (1766-1837), 1813. [πηγή Wikimedia Commons]

          Το 1813 ο Κάλβος γνωρίζεται με τον Φώσκολο στη Φλωρεντία και η ζωή του αλλάζει. Κοντά στο Φώσκολο εργάζεται μ’ ενθουσιασμό και ζέση. Έγραψε δύο τραγωδίες με τίτλο «Θηραμένης» και «Δαναΐδες», που αποτελούν και τα μόνα θεατρικά έργα του. Έγραψε την ωδή «Εις Ιονίους». Παράλληλα ετοίμασε μερικά φιλοσοφικά και αισθητικά δοκίμια, που στη σκέψη του έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση ευρύτερης μελλοντικής εργασίας. Την ίδια εποχή μετέφρασε έργα Ιταλών ποιητών. Ύστερα από παράκληση του Φώσκολου, όμως, πήγε και αυτός τον Ιούνιο του 1816 στην Ελβετία, αφήνοντας τη Φλωρεντία. Aποφάσισαν να φύγουν το γρηγορότερο για την Αγγλία. Kαι από το Μάρτιο του 1817 οι δρόμοι τους χώρισαν.

 

Ο Κάλβος ξεκίνησε να δίνει μαθήματα Ιταλικής και Ελληνικής γλώσσας και η ευρυμάθειά του, καθώς και η επιτυχημένη μέθοδος διδασκαλίας του, τον έκαναν γρήγορα γνωστό σε ευρύ κύκλο στην αγγλική πρωτεύουσα και οι μαθητές του αυξάνονταν διαρκώς. Τα μαθήματά του μάλιστα πήγαιναν τόσο καλά που τύπωσε τετράτομη μέθοδο διδασκαλίας της Ιταλικής. Όμως ο Κάλβος έγινε γνωστός στους πνευματικούς κύκλους του Λονδίνου και από μεταφράσεις του από τα αγγλικά στα ελληνικά διαφόρων θρησκευτικών βιβλίων. Παράλληλα αρθρογραφούσε και έκανε διαλέξεις που σχολιάζονταν ευρύτατα από τους επιστημονικούς κύκλους του Λονδίνου. Στα τέλη του 1820 ξαναγύρισε στη Φλωρεντία, όμως οι φιλελεύθερες ιδέες του κίνησαν την προσοχή των Αρχών και τον ανάγκασαν να μεταβεί και πάλι στην Ελβετία. Εκεί βρίσκει προστασία στους φιλελληνικούς κύκλους και το 1824 εκδίδει στη Γενεύη το έργο του «Λύρα-Ωδαί». Επειδή όμως το κέντρο του Φιλελληνισμού ήταν τότε η Γαλλία, ο Κάλβος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στις αρχές του 1826. Τότε δημοσίευσε και τις υπόλοιπες δέκα ωδές του, με τον τίτλο «Λυρικά». Μετά την έκδοση των ωδών αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα.

 

Κατά την επιστροφή του, προτού φτάσει στο Ναύπλιο, πέρασε από τη Μήλο και την Ύδρα, από όπου έγραψε ανταποκρίσεις προς το γαλλικό περιοδικό “Revue Encyclopédique”, με τις οποίες επιθυμούσε να παρουσιάσει στους Ευρωπαίους μια εικόνα της επαναστατημένης Ελλάδας. Στο Ναύπλιο απογοητεύεται από τις διχόνοιες της επανάστασης και πηγαίνει στην Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1826. Εκεί αποκτά φήμη ως διαννοούμενος και λόγιος και η «Ιόνιος Ακαδημία» του απένειμε τον «διδακτορικόν βαθμόν της Φιλισοφίας» και το δάφνινο στεφάνι, τιμές τις οποίες είχε προσφέρει μόνο σε διακεκριμένους λόγιους της εποχής. Γενικά για τη διδακτική δράση του Κάλβου στην Κέρκυρα έχουμε συγκεχυμένες πληροφορίες. Φαίνεται πάντως ότι από το 1840 δίδασκε στο Πανεπιστήμιο Φιλοσοφία και στο Γυμνάσιο Ιταλική Φιλολογία. Στις 24 Ιανουαρίου 1841, ο Κάλβος διαδέχτηκε τον Φραγκίσκο Οριόλη στη θέση του διευθυντή του Ιονίου Γυμνασίου. Σε ηλικία 60 χρόνων πηγαίνει στο Louth του Linconshire, παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του (1853), που ήταν δασκάλα και ανοίγει ένα ανώτερο παρθεναγωγείο, όπου ο ίδιος δίδασκε μαθηματικά και ξένες γλώσσες. Το Νοέμβριο του 1869 πεθαίνει και θάβεται στο νεκροταφείο του Keddington.

 

Στα 1881 ο Σπύρος Δε Βιάζης είχε τυπώσει στη Ζάκυνθο ολόκληρο το έργο του ποιητή με αναλυτικό πρόλογο. Στα 1885 ο Παλαμάς, γίνεται ο πρώτος κριτικός στην Ελλάδα που αναγνωρίζει το έργο του Κάλβου, και του αφιερώνει στίχους στη συλλογή του «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι».

 

Το θέμα της μετακομιδής των οστών του Κάλβου από την Αγγλία προέκυψε για πρώτη φορά κατά το Α΄ Πανιόνιο Συνέδριο του 1938 στην Ιθάκη. Το Συνέδριο ανέθεσε στον τότε πρόεδρο της Εταιρείας Επτανησιακών Μελετών Κ. Σολδάτο να ερευνήσει για την ανεύρεση του τάφου του Κάλβου. Ο τάφος βρέθηκε και συγκροτήθηκε ευρεία επιτροπή για τη μετακομιδή των οστών για τον εορτασμό των εβδομήντα χρόνων από το θάνατό του. Όμως ο πόλεμος διέκοψε αυτή την προσπάθεια. Στα 1952 ο Δήμαρχος Ζακυνθίων Νικόλαος Φιλιώτης ανακίνησε το θέμα με γράμμα που έστειλε στο γιο του παλαιού προξένου στη Ζάκυνθο Ροβέρτου Σάρτζεντ. Το Μάρτιο του 1959, με την ευκαιρία των ενενήντα χρόνων από το θάνατο του Κάλβου, ο Σύλλογος των Επτανησίων Σπουδαστών, έθεσε το θέμα στο Υπουργείο Παιδείας. Λίγο αργότερα, με πρωτοβουλία του Σωματείου «Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων» πραγματοποιήθηκε ευρεία σύσκεψη κοινωνικών και πνευματικών παραγόντων με σκοπό τη συγκρότηση επιτροπής εορτασμού με την ευκαιρία της μετακομιδής των οστών. Για την καλύτερη επιτυχία της προσπάθειας αποφασίσθηκε η επιτροπή Ζακύνθου να πλαισιωθεί από τριάντα πέντε πνευματικούς και κοινωνικούς παράγοντες της Ζακύνθου που έμεναν στην Αθήνα. Σημαντικό ρόλο για την επιτυχία της προσπάθειας αυτής έπαιξε και ο μετέπειτα Νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης, που τότε ήταν πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο. Έτσι μετά από συντονισμένες ενέργειες στις 19 Μαρτίου 1960 έφτασαν στην Ελλάδα τα οστά του ποιητή και της γυναίκας του, ενώ στις 5 Ιουνίου με το πολεμικό «Χατζηκωσταντής» έφτασαν στη Ζάκυνθο, όπου αναπαύονται στο Μαυσωλείο του «Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων», δίπλα στα οστά του εθνικού μας ποιητή.

ΠΗΓΗ : http://zakynthos-museumsolomos.gr/andreas-kalvos.html

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της Λύρας

 

ΛΥΡΑ

ᾨδὴ Πρώτη. Ὁ Φιλόπατρις

στροφὴ α´.

Ὦ φιλτάτη πατρίς,

ὦ θαυμασία νῆσος,

Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας

τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος

τὰ χρυσὰ δῶρα! 5

β´.

Καὶ σὺ τὸν ὕμνον δέξου·

ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι

τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν

ἐπὶ τὰς κεφαλὰς

τῶν ἀχαρίστων. 10

γ´.

Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα,

ποτέ· – Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε

μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε

τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος

εἰς ξένα ἔθνη. 15

δ´.

Ἀλλὰ εὐτυχής, ἢ δύστηνος

ὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη

τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα,

σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου

πάντοτες εἶχον. 20

ε´.

Σύ, ὅταν τὰ οὐράνια

ρόδα μὲ᾿ τὸ ἀμαυρότατον

πέπλον σκεπάζῃ ἡ νύκτα,

σὺ εἶσαι τῶν ὀνείρων μου

ἡ χαρὰ μόνη. 25

ς´.

Τὰ βήματά μου ἐφώτισε

ποτὲ εἰς τὴν Αὐσονίαν,

γῆ μακαρία, ὁ ἥλιος·

κεῖ καθαρὸς ὁ ἀέρας

πάντα γελάει. 30

ζ´.

Ἐκεῖ ὁ λαὸς ηὐτύχησεν·

ἐκεῖ ἡ Παρνάσιαι κόραι

χορεύουν, καὶ τὸ λύσιον

φύλλον αὐτῶν τὴν λύραν

κεῖ στεφανώνει. 35

η´.

Ἄγρια, μεγάλα τρέχουσι

τὰ νερὰ τῆς θαλάσσης,

καὶ ρίπτονται, καὶ σχίζονται

βίαια ἐπὶ τοὺς βράχους

ἀλβιονείους. 40

θ´.

Ἀδειάζει ἐπὶ τὰς ὄχθας

τοῦ κλεινοῦ Ταμησσοῦ,

καὶ δύναμιν, καὶ δόξαν,

καὶ πλοῦτον ἀναρίθμητον

τὸ ἀμαλθεῖον. 45

ι´.

Ἐκεῖ τὸ αἰόλιον φύσημα

μ᾿ ἔφερεν· ἡ ἀκτῖνες

μ᾿ ἔθρεψαν, μ᾿ ἐθεράπευσαν

τῆς ὑπεργλυκυτάτης

ἐλευθερίας. 50

ια´.

Καὶ τοὺς ναούς σου ἐθαύμασα

τῶν Κελτῶν ἱερὰ

πόλις· τοῦ λόγου ποία,

ποία εἰς ἐσὲ τοῦ πνεύματος

λείπει ἀφροδίτη; 55

ιβ´.

Χαῖρε Αὐσονία, χαῖρε

καὶ σὺ Ἀλβιών, χαιρέτωσαν

τὰ ἔνδοξα Παρίσια·

ὡραία καὶ μόνη ἡ Ζάκυνθος

μὲ κυριεύει. 60

ιγ´.

Τῆς Ζακύνθου τὰ δάση,

καὶ τὰ βουνὰ σκιώδη,

ἤκουον ποτὲ σημαίνοντα

τὰ θεῖα τῆς Ἀρτέμιδος

ἀργυρᾶ τόξα. 65

ιδ´.

Καὶ σήμερον τὰ δένδρα,

καὶ τὰς πηγὰς σεβάζονται

δροσερὰς οἱ ποιμένες·

αὐτοῦ πλανῶνται ἀκόμα

ἡ Νηρηΐδες. 70

ιε´.

Τὸ κῦμα ἰώνιον πρῶτον

ἐφίλησε τὸ σῶμα·

πρῶτοι οἱ ἰώνιοι Ζέφυροι

ἐχάϊδευσαν τὸ στῆθος

τῆς Κυθερείας. 75

ις´.

K᾿ ὅταν τὸ ἐσπέριον ἄστρον

ὁ οὐρανὸς ἀνάπτῃ,

καὶ πλέωσι γέμοντα ἔρωτος

καὶ φωνῶν μουσικῶν

θαλάσσια ξύλα· 80

ιζ´.

Φιλεῖ τὸ ἴδιον κῦμα,

οἱ αὐτοὶ χαϊδεύουν Ζέφυροι

τὸ σῶμα καὶ τὸ στῆθος

τῶν λαμπρῶν Ζακυνθίων

ἄνθος παρθένων. 85

ιη´.

Μοσχοβολάει τὸ κλίμα σου,

ὦ φιλτάτη πατρίς μου,

καὶ πλουτίζει τὸ πέλαγος

ἀπὸ τὴν μυρωδίαν

τῶν χρυσῶν κήτρων. 90

ιθ´.

Σταφυλοφόρους ρίζας,

ἐλαφρά, καθαρά,

διαφανῆ τὰ σύννεφα

ὁ βασιλεὺς σοῦ ἐχάρισε

τῶν Ἀθανάτων. 95

κ´.

Ἡ λαμπὰς ἡ αἰώνιος

σοῦ βρέχει τὴν ἡμέραν

τοὺς καρπούς, καὶ τὰ δάκρυα

γίνονται τῆς νυκτὸς

εἰς ἐσὲ κρίνοι. 100

κα´.

Δὲν ἔμεινεν ἔαν ἔπεσε

ποτὲ εἰς τὸ πρόσωπόν σου

ἡ χιῶν· δὲν ἐμάρανε

ποτὲ ὁ θερμὸς Κύων,

τὰ σμάραγδά σου. 105

κβ´.

Εἶσαι εὐτυχής· καὶ πλέον

σὲ λέγω εὐτυχεστέραν,

ὅτι σὺ δὲν ἐγνώρισας

ποτὲ τὴν σκληρὰν μάστιγα

ἐχθρῶν, τυράννων. 110

κγ´.

Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου

εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·

εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος

μόνον ὅταν κοιμώμεθα

εἰς τὴν πατρίδα. 115