Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς 20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2017  (Ἡ παραβολήτῶν μυρίων ταλάντων) – ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ´ 23-35

 

Διά τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ ὅς ἠθέλησεν συνᾶραι λόγον μετά τῶν δούλων αὐτοῦ. Ἀρξαμένου δέ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. Μή ἔχοντος δέ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτόν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καί τήν γυναῖκα αὐτοῦ καί τά τέκνα καί πάντα ὅσα εἶχε, καί ἀποδοθῆναι. Πεσών οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καί πάντα σοι ἀποδώσω. Σπλαγχνισθείς δέ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτόν, καί τό δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. Ἐξελθών δέ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὅς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατόν δηνάρια, καί κρατήσας αὐτόν ἔπνιγεν λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. Πεσών οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τούς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτόν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοί, καί ἀποδώσω σοι· Ὁ δέ οὐκ ἤθελεν, ἀλλά ἀπελθών ἔβαλεν αὐτόν εἰς φυλακήν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. Ἰδόντες δέ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τά γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καί ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τά γενόμενα. Τότε προσκαλεσάμενος αὐτόν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τήν ὀφειλήν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεί παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καί σέ ἐλεῆσαι τόν σύνδουλόν σου, ὡς καί ἐγώ σέ ἠλέησα; καί ὀργισθείς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καί ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐάν μή ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν τά παραπτώματα αὐτῶν.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι’ αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχενεμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του. Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων. Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος. Έπεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”. Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος. Αλλ’ εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς. Έπεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα. 30 Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του. Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα. Τότε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες. 33 Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα; Και οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και τον παρέδωκε στους βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον το χρέος του. Έτσι και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγχωρήτε ο καθένας στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάμει απέναντί σας”.

Χαρμόσυνο Άγγελμα