«Ἡ γλῶσσα τοῦ ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ λιγοστεύει συνεχῶς …»
«Η γλώσσα του απόδημου Ελληνισμού λιγοστεύει συνεχώς …»[1]
Ανήκουμε σε εκείνους τους ιστορικούς που θεωρούν την πολιτική του ελληνικού κράτους σχετικά με την μετανάστευση και το προϊόν του που είναι η νέα εθελοντική διασπορά του Ελληνισμού σαν μία από τις μόνιμες αιτίες της δημογραφικής και εθνικής του ελάττωσης. Δεν θεωρούμε ευλογία την εκούσια μετατόπιση των ατόμων και ομάδων από τις φυσικές τους πατρίδες σε κόσμους αγνώστους και αφύσικους για τη νοοτροπία και τον πολιτισμό του. Την εκροή αυτή κυριολεκτικά υγιούς αίματος έναντι της εισροής χρυσού συναλλάγματος για να μπαλωθεί το μονίμως διάτρητο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών την ακολουθεί η διαρροή της μητρικής γλώσσας των ξενητεμένων, τη συνοδεύει η αποδυνάμωση του εθνικού αισθήματος και τελικά η αδιαφορία προς τη θρησκευτική του πίστη. Τα δύο τελευταία μετατρέπονται βαθμιαία και ανώδυνα σε ένα είδος φολκλόρ που στην ουσία τους δεν τη σώζουν ούτε οι θεαματικές παρελάσεις κάθε 25ης Μαρτίου στην 5η Λεωφόρο ούτε και η διανομή και τα πρέπει τσουγκρίσματα πασχαλινών αυγών στα προαύλια των ανά τις ηπείρους ελληνικών εκκλησιών.
Το διατυμπανιζόμενο τον τελευταίο καιρό «μέγα κέρδος για την Ελλάδα» της δημιουργίας ελληνικών «λόμπι» μέσα στα σύγχρονα κέντρα αποφάσεων αποδεικνύεται σε μία σοβαρή ανάλυση της στήλης του ισολογισμού «Κέρδη και ζημιαι» πράγματι σαν κέρδος, όχι όμως που πάει στο λογαριασμό της μακρινής πατρίδας των «λομπιστών», αλλά της αόρατης εταιρείας που τους χρησιμοποιεί επιδέξια στην υπηρεσία της νέας τους πατρίδας, στους νόμους της οποίας έχουν ορκιστεί, όπως ταιριάζει σε κάθε νομοταγή πολίτη.
Πίσω μένει το συναισθηματικό εκείνο αζημίωτο της εσωτερικής περηφάνιας ότι οι απόδημοι μετά δυσκολοπρόφερτα ή μισοφαγωμένα ελληνικά τους ονόματα απασχολούν τώρα ως επώνυμοι την εξουσία, τα βασικά μέσα ενημέρωσης και την κοινή γνώμη της μεγάλης τους χώρας. Ποιος θα αμφισβητούσε αυτό το κέρδος και ποιος δεν θα αισθανόταν περήφανος στην παλαιά πατρίδα για αυτό το είδος της εθνικής ανάτασης; Αλλά και ποιος θα σκεφτόταν ταυτόχρονα το τίμημα της περηφάνιας αυτής;
Και μένει για εξέταση η γλώσσα, τα ελληνικά του άγνωστου απόδημου Έλληνα. Αυτή παθαίνει από τον ξεριζωμό τη μεγαλύτερη ζημιά, κυρίως στις υπερπόντιες χώρες. Την ακούσαμε συχνά και διαπιστώσαμε τις αλλοιώσεις της κατά την πορεία της προς τον αφανισμό και στην ββαβαλική χοάνη των μεγάλων πόλεων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και στις μικρότερες πόλεις της απέραντης και ολιγάνθρωπης Αυστραλίας. Αισθανθήκαμε της φρεσκοανοιγμένες μικρές της πληγές ανάμεσα στους Έλληνες ανθρακωρύχους του Βελγίου και γνωρίσαμε τις αμηχανίες της στα παιδιά των εργατών της αλλόκοτης Γερμανίας. Στην τρυφερή γλωσσική τους συνείδηση φωλιάζει ήδη ο διχασμός.
Η ζημιά που παθαίνει η μητρική γλώσσα των αποδήμων είναι αντίστροφη προς τον βαθμό της επιθυμίας να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Οι περισσότεροι όμως έχουν ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους ήδη όταν την εγκατέλειπαν. Οι ελάχιστοι μεταξύ τους επιθυμούν να επιστρέψουν – για να ταφούν κάτω από το κυπαρίσσι του νεκροταφείου του χωριού τους. Οι νεκροί δεν χρειάζονται όμως καμιά γλώσσα, ούτε τη μητρική τους.
Τον καιρό που έφευγαν ακόμη από την Ελλάδα – οι περισσότεροί τους από φτωχά χωριά – μιλούσαν μια φρέσκια ατόφια μητρική γλώσσα με πλούσια ιδιωματικά στοιχεία, ωστόσο πληγωμένη από την μέτρια μόρφωση ή και την παντελή έλλειψή της. Οι παρατηρήσεις μας αφορούν τους περισσότερους, όχι φυσικά την μειοψηφία των φοιτητών και των επιστημόνων που εγκαταστάθηκαν στα ξένα. Οι νόμοι της αλλοίωσης της γλώσσας αυτών των τελευταίων είναι διαφορετική και αξίζει τον κόπο να εξεταστούν από τους ειδικούς με μία λεπτομερή μελέτη. Υπάρχει μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας μία διαφορά: στους πολλούς χάνεται η γλώσσα με αργότερο ρυθμό και με περισσότερη αντίσταση εκ μέρους των. Στους κύκλους των μορφωμένων σβήνει με λιγότερη αντίσταση προς την γλώσσα του τόπου όπου ζουν. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην ψυχολογία των άρτι φτασμένων: δεν θεωρείται. chic στους ντόπιους κοινωνικούς κύκλους που τους προώθησαν η μόρφωση και η επιτυχία τους να ανάγονται συνεχώς στις πρώτες αρχές τους και να υπενθυμίζουν την συνήθη ταπεινή καταγωγή τους.
Η πρόσληψη ελληνοδιδασκάλων στις οικογένειες των μεγιστάνων του πλούτου του απόδημου Ελληνισμού δεν έχει πάντοτε στόχο την διάσωση της γλώσσας των γονιών και της εθνικής συνείδησης αλλά θα πρέπει να εξηγηθεί κοινωνιολογικά μάλλον σαν μία παλιά συνήθεια της φεουδαρχικής Ευρώπης, όταν ο καθηγητής των ξένων γλωσσών, ο χοροδιδάσκαλος, ο παιδαγωγός και η «madame de compagnie» αποτελούσαν τα απαραίτητα αξεσουάρ μιας κοινωνικής τάξης χωρίς τα οποία απλούστατα δεν μπορούσες να κυκλοφορήσει σε αυτούς τους κύκλους, το οφειλές στο κοινωνικό σου περίβλημα, όπως και τη βιβλιοθήκη με τα χρυσόδετα (και αδιάβαστα) βιβλία και τους ακριβοπληρωμένους πίνακες του σαλονιού του πυργοδεσπότη.
Τα ελληνικά όμως της ανώνυμης μάζας των αποδήμων ακολουθούν σχηματικά μια άλλη πορεία. Η μητρική γλώσσα της νεόφερτης πρώτης γενιάς νερώνεται αναγκαστικά σιγά-σιγά με λέξεις της καθημερινής ζωής από την ξένη γλώσσα που ελληνοποιούνται όσο γίνεται (ο «μπόσης», ο «γκρουπιέρης» , κ.ά. Της δεύτερης γενιάς διχάζεται η γλωσσική συνείδηση με την φοίτηση σε ξένο σχολείο και την διαμονή στο σπίτι των γονιών που μιλάνε ακόμη τα ελληνικά ή προσπαθούν να συνεννοηθούν μ΄αυτά με τα παιδιά τους, αφού δεν ξέρουν σωστά ή και καθόλου την γλώσσα της νέας τους πατρίδας. Στην τρίτη γενιά όταν οι γόνοι παντρεύονται συνήθως ντόπιες ή ντόπιους γίνεται η γλώσσα της προέλευσής τους αν όχι ένα ψυχολογικό εμπόδιο, πάντως ένας πολύ αδυνατισμένος απόηχος που αρχίζει να σβήνει. Είναι σαν μία αγαπημένη ακτή που πρέπει να εγκαταλειφθεί σιγά σιγά χωρίς ιδιαίτερες συγκινησιακές δονήσεις.
Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ιστορικός (1917 – 2014).
Βέβαια και το ελληνικό κράτος και ιδιαίτερα η εκκλησία του απόδημου Ελληνισμού προσπαθούν με την ίδρυση σχολείων και πατριωτικών κηρυγμάτων να αναχαιτίσουν τουλάχιστον την οργανική αυτή εξέλιξη του αφανισμού της μητρικής γλώσσας. Ήδη σε ορισμένες ορθόδοξες εκκλησίες της Αμερικής γίνεται η λειτουργία και το κήρυγμα στην αγγλική γλώσσα γιατί η νέα γενιά των Ελληνοαμερικανών δεν καταλαβαίνει τα ελληνικά όχι μόνο των ιερών βιβλίων αλλά ούτε και εκείνα της καθημερινής ζωής ενός κάποιου επιπέδου. Και να σκεφτεί κανείς πως χωρίς την ελληνική γλώσσα, χωρίς ο Σαούλ να γίνει Παύλος, δεν θα μπορούσε ο χριστιανισμός να διαδοθεί στα πρώτα του βήματα, για να γίνει αργότερα παγκόσμια θρησκεία. Βιβλία μπορούν να μεταφράζονται, το θρησκευτικό όμως αίσθημα δεν μεταφράζεται, δεν μεταφέρεται με την ξένη γλώσσα. Οι προσπάθειες αυτές του κράτους και εκκλησίας να διατηρήσουν στη ζωή τη μητρική γλώσσα των αποδήμων είναι συγκινητικές, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα. Και αποκτούν μία τραγική διάσταση, αν σκεφτούμε πως η ανάσχεση του αναπόφευκτου δεν είναι εφικτή, εφόσον συνεχίζεται η μετανάστευση, εφόσον αδειάζει η Ελλάδα με την θέλησή της. Μετανάστευση και η υπογεννητικότητα – να μια θανάσιμη συμμαχία κατά της υπόστασης του ίδιου του Γένους των Ελλήνων. Επομένως και της γλώσσας τους. Κανείς δεν κηρύσσει το κλείσιμο των Ελλήνων μέσα στα τείχη τους, μέσα στα σύνορα της επικράτειάς τους. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν μόνο αντιδημοκρατικό μέτρο αλλά και αντίρροπο προς την φύση του Έλληνα που ζητούσε και ζητάει πάντοτε την απεραντοσύνη του ωκεανού και την άγνωστη γοητεία του ανοικτού ορίζοντα, για να δραστηριοποιήσει την φαντασία και την ζωτικότητά του. Ο «Ξενητέας» των ποντιακών λαϊκών τραγουδιών είναι σύμβολο και του σύγχρονου Οδυσσέα που δεν χάνει στα ταξίδια και τις περιπέτειες τη γλώσσα του, αλλά την επιβάλλει μαζί με τον πολιτισμό του στους νέους κόσμους όπου φθάνει. Ο σημερινός μετανάστης χάνει όμως και την γλώσσα και την φύση και τον πολιτισμό του. Λέμε συμπερασματικά ΝΑΙ στον Οδυσσέα που φτάνει κάποτε στην Ιθάκη του και λέμε ΟΧΙ στις εκάστοτε κυβερνήσεις που με την αλόγιστη μεταναστευτική πολιτική τους λιγόστευσαν την μητρική μας γλώσσα και μετέτρεψαν το οπισθόφυλλο κράτος σε ένα διεστραμμένο σύγχρονο Σάϋλοκ, που δίνει το αίμα των παιδιών του, για να παίρνει χρυσάφι. Τελικά, με μία τέτοια ανίερη ανταλλαγή δεν θα υπάρχει ούτε η ελληνική γλώσσα για να γράψει κανείς τον επικήδειο του γένους του.
[1] Ομιλία που εκφωνήθηκε από τον Πολυχρόνη Ενεπεκίδη (1917 – 2014) σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Καβάλα (8-9 Μαΐου 1993) με θέμα: Η διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας και λόγοι για την διεθνοποίησή της.
Πηγή: Όμιλοι για την διεθνοποίηση της ελληνικής γλώσσας Καβάλας, Αθήνας, Πειραιά και Μελβούρνης Αυστραλίας.
Δήμος Καβάλας – Καβάλα 1913-1993: 80 χρόνια νεότερης ιστορίας.