Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὴν Κυριακὴ Ϛ΄ Ματθαίου, 08/07/2018
Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὴν Κυριακὴ Ϛ΄ Ματθαίου, 08/07/2018
Ματθ. θ´ 1 – 8
Θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Καπερναούμ
1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. 4 καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
Ὁ Χριστός, σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, βρίσκεται στὴν Καπερναούμ, στὴν πόλη του, ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ εὐαγγελιστής. Καὶ εἶναι δική του ἡ πόλη τῆς Καπερναοὺμ γιατί εἶναι τὸ κέντρο τῆς δράσης του στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ, στὴ λίμνη τῆς Γενησαρὲτ, καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητές του, ἐκεῖ κάνει τὰ περισσότερα θαύματα, ἐκεῖ κηρύττει λόγο σωτηρίας.
Ἐνῶ λοιπὸν βρίσκεται στὴν Καπερναοὺμ, τοῦ φέρνουν ξαπλωμένο σὲ κρεβάτι ἕναν παράλυτο. Κάποιοι ἄνθρωποι, φίλοι ἢ συγγενεῖς, ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν παραλυτικό. Θέλουν ὁ πονεμένος ἄνθρωπός τους νὰ γίνει καλά. Τὸ ἐνδιαφέρον τους αὐτὸ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Τὴν ἴδια πίστη μ’ αὐτοὺς εἶχε καὶ ὁ ἀσθενής. Εἶχε ζητήσει νὰ ὁδηγηθεῖ μπροστὰ στὸ Χριστὸ γιὰ νὰ θεραπευτεῖ. Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου συνδέεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἰδιαίτερα στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη συμπαράστασης καὶ βοήθειας. Θέλει νὰ μοιραστεῖ τὸν πόνο του, τὰ βάσανά του. Θέλει τὴν παρουσία τοῦ ἄλλου, ὅπως στὴν προκειμένη περίπτωση ποὺ βρέθηκαν κάποιοι καὶ ὁδήγησαν τὸν παραλυτικὸ στὸ Χριστό. Σὲ μία ἄλλη περίπτωση, ὅπως ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο, ἕνας ἄλλος παραλυτικὸς περιμένει στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ 38 ὁλόκληρα χρόνια, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήσει προκειμένου νὰ γίνει καλά. Φαίνεται καθαρὰ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὅτι ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ Θεὸ κρίνεται στὸν πόνο τοῦ συνανθρώπου. Ὁ πιστὸς ἄνθρωπος μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲ νοιάζεται μόνο γιὰ τὴ δική του σωτηρία. Νοιάζεται καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, ἡ ὁποία εἶναι τόσο ἀτομικὸ καὶ προσωπικὸ γεγονὸς ὅσο καὶ κοινοτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία.
«Καὶ ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν», ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «τέκνον, ἀφέωνται σοὶ αἱ ἁμαρτίαι». Βλέποντας τὴν πίστη αὐτῶν ἔκανε τὸ θαῦμα. Πρῶτα ὅμως ὀνομάζει τὸν παραλυτικὸ «τέκνον», παιδί μου, γιατί ὅλοι εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε. Ὁ παραλυτικὸς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκούει τὴ λέξη «τέκνον» υἱοθετεῖται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ μᾶς ἔκανε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκουμε ὅλοι οἱ βαπτισμένοι χριστιανοὶ στὴ μεγάλη οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀνήκουμε ὅλοι στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κοινὸ Πατέρα τὸ Θεὸ καὶ μεγαλύτερο ἀδερφό μας τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἂς δοῦμε τώρα μερικὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ μιμηθοῦμε τὸ Θεό, ἀφοῦ εἴμαστε ἀγαπητά του παιδιά. Νὰ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀγάπη κατὰ τὸ πρότυπό τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς ἀγάπησε τόσο καὶ ἔδωσε τὴ ζωή του γιά μας. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι ἀγάπη χωρὶς ὅρια. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία Του ζητᾶ ἀπὸ μᾶς: «Νὰ ἀγαπᾶμε καὶ τοὺς ἐχθρούς μας, νὰ δίνουμε εὐχὲς σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς δίνουν κατάρες, νὰ εὐεργετοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς μισοῦν, νὰ προσευχόμαστε γι’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κακομεταχειρίζονται καὶ μᾶς καταδιώκουν». Ἡ ἀπαίτηση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ φαίνεται πὼς δὲ χωράει στὴν ἀνθρώπινη λογική. Πῶς νὰ ἀγαπήσουμε αὐτὸν ποῦ μᾶς κάνει κακό; αὐτὸν ποῦ μᾶς ἀδικεῖ; αὐτὸν ποῦ μᾶς σκοτώνει; ἀναρωτιέται ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Ξεπερνοῦμε οἱ πιστοὶ αὐτὸν τὸν προβληματισμὸ ὅταν ἔχουμε μπροστὰ μας «τύπο καὶ ὑπογραμμὸ» τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ συγχωρεῖ τοὺς σταυρωτές του, ὅταν ἔχουμε τοὺς Ἁγίους ποὺ ἀγαποῦν τοὺς ἐχθρούς τους, ὅταν ἔχουμε τοὺς μάρτυρες ποὺ προσεύχονται γιὰ τοὺς δημίους τους. Ὡς παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἂς τοὺς μιμηθοῦμε. Ἀκόμη, τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί, παρόλο ποὺ ζοῦν ἀνάμεσα σὲ κακοὺς καὶ διεφθαρμένους ἀνθρώπους, λάμπουν σὰν ἀστέρια στὸν κόσμο, καὶ λάμπουν ὅταν ἀγωνίζονται χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ διαλογισμοὺς νὰ εἶναι ἄψογοι καὶ ὁλοκληρωμένοι καὶ νὰ μένουν σταθεροὶ στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ ποὺ δίνει ζωή. Αὐτὴ ἡ ἄψογη συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ τονίζεται καὶ ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, στὴν πρώτη Καθολική του ἐπιστολή. Γράφει σχετικά: «Ὅποιος γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι παιδί του, παύει νὰ ἁμαρτάνει γιατί ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν γέννησε, μένει μέσα του. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν γέννησε δὲ μπορεῖ νὰ συνεχίσει νὰ ἁμαρτάνει. Ἔτσι διακρίνονται τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου».
Ἐνῶ ὁ παράλυτος περιμένει μὲ ἀγωνία καὶ ἐλπίδα τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ σωματική του παραλυσία, ἀκούει τὸ «Ἔχε θάρρος παιδί μου, σοῦ συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες». Εἶναι γιατί ὁ Χριστὸς δὲ βλέπει μόνο τὴ σωματικὴ ἀσθένεια ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτία τῆς ἀσθένειας, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Συγχωρεῖ πρῶτα τὴν ἁμαρτία καὶ μετὰ θεραπεύει καὶ τὸ σῶμα. Γιατί, γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ εἶναι Θεὸς ὅλα εἶναι εὔκολα, καὶ ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ σωματικὴ θεραπεία. Ἀμήν.