Ὀδυσσέα Ἐλύτη, «Ἡ πορεία πρός τό μέτωπο»
Ὀδυσσέα Ἐλύτη, «Ἡ πορεία πρός τό μέτωπο»
Ξημερώνοντας τ’ Ἁγιαννιοῦ, μέ τήν αὔριο τῶν Φώτων, λάβαμε τή διαταγή νά κινήσουμε πάλι μπροστά, γιά τά μέρη ὅπου δέν ἔχει καθημερινές καί σκόλες. Ἔπρεπε, λέει, νά πιάσουμε τίς γραμμές πού κρατούσανε ὡς τότε οἱ Ἀρτινοί, ἀπό Χιμάρα ὡς Τεπελένι. Λόγω πού ἐκεῖνοι πολεμούσανε ἀπ’ τήν πρώτη μέρα, συνέχεια, κι εἶχαν μείνει σκεδόν οἱ μισοί καί δέν ἀντέχανε ἄλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας εἴχαμε μεῖς πιό πίσω, στά χωριά. Κι ἀπάνω πού συνήθιζε τ’ αὐτί μας πάλι στά γλυκά τριξίματα τῆς γῆς, καί δειλά συλλαβίζαμε τό γάβγισμα τοῦ σκύλου ἤ τόν ἀχό τῆς μακρινῆς καμπάνας, νά πού ἦταν ἀνάγκη, λέει, νά γυρίσουμε στό μόνο ἀχολόι πού ξέραμε: στό ἀργό καί στό βαρύ τῶν κανονιῶν, στό ξερό καί στό γρήγορο τῶν πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στή νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα, ἕνας πίσω ἀπ’ τόν ἄλλο, ἴδια τυφλοί. Μέ κόπο ξεκολλῶντας τό ποδάρι ἀπό τή λάσπη, ὅπου, φορές, ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τό γόνατο. Ἐπειδή τό πιό συχνά ψιχάλιζε στούς δρόμους ἔξω, καθώς μές στήν ψυχή μας. Καί τίς λίγες φορές ὅπου κάναμε στάση νά ξεκουραστοῦμε, μήτε πού ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί καί ἀμίλητοι, φέγγοντας μ’ ἕνα μικρό δαδί, μία μία ἐμοιραζόμασταν τή σταφίδα. Ἤ φορές πάλι, ἄν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικά τά ροῦχα καί ξυνόμασταν μέ λύσσα ὧρες πολλές, ὅσο νά τρέξουν τά αἵματα. Τί μᾶς εἶχε ἀνέβει ἡ ψείρα ὡς τό λαιμό, κι ἦταν αὐτό πιό κι ἀπ’ τήν κούραση ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ἀκουγότανε στά σκοτεινά ἡ σφυρίχτρα, σημάδι ὅτι κινούσαμε, καί πάλι σάν τά ζᾶ τραβούσαμε μπροστά νά κερδίσουμε δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καί μᾶς βάλουνε στόχο τ’ ἀερόπλανα. Ἐπειδή ὁ Θεός δέν κάτεχε ἀπό στόχους ἤ τέτοια, κι ὅπως τό ’χε συνήθειό του, στήν ἴδια πάντοτε ὥρα ξημέρωνε τό φῶς.
Τότες, χωμένοι μές στίς ρεματιές, γέρναμε τό κεφάλι ἀπό τό μέρος τό βαρύ, ὅπου δέ βγαίνουνε ὄνειρα. Καί τά πουλιά μᾶς θύμωναν, πού δέ δίναμε τάχα σημασία στά λόγια τους — ἴσως καί πού ἀσκημίζαμε χωρίς αἰτία τήν πλάση. Ἄλλης λογῆς ἐμεῖς χωριάτες, μ’ ἄλλω λογιῶ ξινάρια καί σιδερικά στά χέρια μας, πού ξορκισμένα νά ’ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, εἴχαμε μεῖς πιό πίσω στά χωριά κοιτάξει σέ κατρέφτη, ὧρες πολλές, τό γύρο τοῦ προσώπου μας. Κι ἀπάνω πού συνήθιζε ξανά τό μάτι μας τά γνώριμα παλιά σημάδια, καί δειλά συλλαβίζαμε τό χεῖλο τό γυμνό ἤ τό χορτάτο ἀπό τόν ὕπνο μάγουλο, νά πού τή δεύτερη τή νύχτα σάμπως πάλι ἀλλάζαμε, τήν τρίτη ἀκόμη πιό πολύ, τήν ὕστερη, τήν τέταρτη, πιά φανερό, δέν ἤμασταν οἱ ἴδιοι. Μόνε σάν νά πηγαίναμε μπουλούκι ἀνάκατο, θαρροῦσες, ἀπ’ ὅλες τίς γενιές καί τίς χρονιές, ἄλλοι τῶν τωρινῶν καιρῶν κι ἄλλοι πολλά παλιῶν, πού ’χαν λευκάνει ἀπ’ τά περίσσια γένια. Καπεταναῖοι ἀγέλαστοι μέ τό κεφαλοπάνι, καί παπάδες θεριά, λοχίες τοῦ ’97 ἤ τοῦ ’12, μπαλτζῆδες βλοσυροί πάνου ἀπ’ τόν ὦμο σειῶντας τό πελέκι, ἀπελάτες καί σκουταροφόροι, μέ τό αἷμα ἐπάνω τους ἀκόμη Βουργάρων καί Τούρκων. Ὅλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους ἀμέτρητους ἀγκομαχῶντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τίς ράχες, τά φαράγγια, δίχως νά λογαριάζουμε ἄλλο τίποτε. Γιατί, καθώς ὅταν βαροῦν ἀπανωτές ἀναποδιές τούς ἴδιους τούς ἀνθρώπους πάντα, συνηθᾶν ἐκεῖνοι στό Κακό, τέλος τοῦ ἀλλάζουν ὄνομα, τό λέν Γραμμένο ἤ Μοίρα — ἔτσι κι ἐμεῖς ἐπροχωρούσαμε ἴσια πάνου σ’ αὐτό πού λέγαμε Κατάρα, ὅπως θά λέγαμε Ἀντάρα ἤ Σύγνεφο. Μέ κόπο ξεκολλῶντας τό ποδάρι ἀπό τή λάσπη, ὅπου, φορές, ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τό γόνατο. Ἐπειδή, τό πιό συχνά, ψιχάλιζε στούς δρόμους ἔξω, καθώς μές στήν ψυχή μας.
Κι ὅτι ἤμασταν σιμά πολύ στά μέρη ὅπου δέν ἔχει καθημερινές καί σκόλες, μήτε ἀρρώστους καί γερούς, μήτε φτωχούς καί πλούσιους, τό καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σάν καταιγίδα πίσω ἀπ’ τά βουνά, δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο πού καθαρά στό τέλος νά διαβάζουμε τό ἀργό καί τό βαρύ τῶν κανονιῶν, τό ξερό καί τό γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καί γιατί, ὁλοένα πιό συχνά, τύχαινε τώρα ν’ ἀπαντοῦμε, ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος νά ’ρχονται, οἱ ἀργές οἱ συνοδεῖες μέ τούς λαβωμένους. Ὅπου ἀπιθώνανε χάμου τά φορεῖα οἱ νοσοκόμοι, μέ τόν κόκκινο σταυρό στό περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στίς παλάμες, καί τό μάτι τους ἄγριο γιά τσιγάρο. Κι ὁπού κατόπι σάν ἀκούγανε γιά ποῦ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τό κεφάλι, ἀρχινῶντας ἱστορίες γιά σημεῖα καί τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τό μόνο πού προσέχαμε ἦταν ἐκεῖνες οἱ φωνές μέσα στά σκοτεινά, πού ἀνέβαιναν, καυτές ἀκόμη ἀπό τήν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἤ τό θειάφι. «Ὅι, ὅι, μάνα μου», «ὅι, ὅι, μάνα μου», καί κάποτε, πιό σπάνια, ἕνα πνιχτό μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού ’λεγαν, ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτός ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.
Ἦταν φορές πού ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ὧρες πρίν, στά ξαφνικά γιουρούσια πού κάναν τά περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τά χνῶτα τους, κι οἱ τσέπες τούς γιομάτες κονσέρβα ἤ σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δέν εἴχαμε, ὅτι κομμένα τά γιοφύρια πίσω μας, καί τά λίγα μουλάρια μας, κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στό χιόνι καί στή γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οἱ καπνοί πού ἀνέβαιναν μεριές μεριές, κι οἱ πρῶτες στόν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Ἀπό τή συλλογή Τό Ἄξιόν ἐστι (1959)
[πηγή: Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Ποίηση, Ἴκαρος, Ἀθήνα 2002, σ. 136-139]