Τί κάνει ἕνα παιδὶ στὸν ἐλεύθερο χρόνο του; Ὅταν δηλαδὴ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερο νὰ διαθέσει τὸ χρόνο του κατὰ τὸ δοκοῦν; Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα θὰ μᾶς δώσει καὶ τὴν κρίσιμη πληροφορία γιὰ τὸ ποῦ πραγματικὰ βρισκόμαστε. Ἐὰν στὸν ἐλεύθερο χρόνο του ἕνα παιδὶ παίζει ἠλεκτρονικὰ παιχνίδια ἢ βλέπει τηλεόραση ἢ ἀσχολεῖται μὲ τὸ φορητό του τηλέφωνο, τότε τὰ πράγματα εἶναι δύσκολα. Ὅλα δείχνουν ὅτι σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἔχει μιᾶς μορφῆς ἐξάρτηση, ἀπόδειξη τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ἡ «βαρεμάρα» ποὺ νοιώθει – στὴν καλύτερη περίπτωση – ὅταν τοῦ ἀποκόπτεις, ἔστω καὶ προσωρινά, τὴν πρόσβαση στὰ τεχνολογικὰ μέσα.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἐὰν μέσα στὶς ἐπιλογές του εἶναι τὸ παραδοσιακὸ παιχνίδι – κατὰ μόνας ἢ καὶ μὲ ἄλλα παιδιά – ἡ ἀνάγνωση λογοτεχνίας ἢ ἄλλων βιβλίων γνώσεων, ἡ ἐνασχόληση μὲ κατασκευὲς καὶ πειράματα, ὁ περίπατος, ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς άλλους, τότε τὰ πράγματα εἶναι καλά. Καὶ θὰ δεῖτε ὅτι ἕνα τέτοιο παιδὶ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει καὶ λειτουργεῖ καὶ ὡς μαθητής. Τοῦ ἀρέσει δηλαδὴ νὰ μαθαίνει, ἐνθουσιάζεται εὔκολα μὲ τὴ νέα πληροφορία καὶ εἶναι ἀνοικτὸ στὸ νέο, δὲν βαριέται, ἔχει ἐπιλογές, θέτει ἐρωτήματα. Ἐνῷ στὴν πρώτη περίπτωση λέγεται μαθητὴς μόνο κατ᾿ ὄνομα. Στὴν οὐσία δὲν βρίσκει καθόλου γοητευτικὸ τὸ νὰ μαθαίνει· γι᾿ αὐτὸ καὶ σπάνια ῥωτάει, κουράζεται εὔκολα διανοητικὰ καὶ προβάλλει χίλιες δυὸ δικαιολογίες καὶ προφάσεις, προκειμένου νὰ τὸ ἀφήσουν ἥσυχο.