Τόνγκο και Μπάλτο.Oι σκύλοι που έσωσαν μια ολόκληρη πόλη από βέβαιο χαμό

 

Είμαστε στον Ιανουάριο του 1925 στην Αλάσκα, όταν ο βαρύς αλπικός χειμώνας δεν θα ήταν το μόνο δεινό που θα μάστιζε την πόλη Νομ εκείνη τη χρονιά.

Ο γιατρός της πόλης των 2.000 νοματαίων άρχισε να αναγνωρίζει παντού συμπτώματα ενός θανάσιμου λοιμώδους νοσήματος και σύντομα θα καταλάβαινε πως η πόλη είχε χτυπηθεί από επιδημία διφθερίτιδας.

Το Άνκορατζ, πάνω από 800 χιλιόμετρα μακριά, ήταν το κοντινότερο μέρος με ικανό απόθεμα φαρμάκων, μόνο που η κακοκαιρία το έκανε απροσπέλαστο.

Η παροιμιώδης βαρυχειμωνιά της Αλάσκας, εκεί που οι θερμοκρασίες κλειδώνουν ακόμα και στους -40 βαθμούς Κελσίου και το χιόνι και ο πάγος μετριούνται σε μέτρα, προσυπέγραφε τον βέβαιο θάνατο της πόλης.

Τα αεροπλάνα δεν πετούσαν και το μοναδικό ανοιχτό μονοπάτι ήταν ένας εμπορικός δρόμος μήκους 1.000 χιλιομέτρων που συνέδεε τη Νομ με τον σιδηροδρομικό σταθμό της Νενάνα. Με έλκηθρο, το ταξίδι θα έπαιρνε κάνα μήνα, πολύ αργά δηλαδή για να περιοριστεί η πανδημία που απειλούσε τις ζωές όλων των κατοίκων.

Μια σκυταλοδρομία ζωής θα ήταν η μοναδική λύση, αν και έμοιαζε σαν παραμύθι, μιας και η διφθερίτιδα αποδείχθηκε εντωμεταξύ ιδιαιτέρως μεταδοτική και το αντίδοτο παραήταν μακριά. Κι εκεί που έμοιαζαν όλα χαμένα και η πόλη καταδικασμένη, εκεί μπαίνει στην ιστορία μας ο Μπάλτο!

Σήμερα δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς τη φονική σημασία μιας επιδημίας διφθερίτιδας, μιας και η λοιμώδης νόσος έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη Δύση με τον αποτελεσματικό εμβολιασμό. Στη δεκαετία του 1920 θέριζε όμως και όλες οι ανεπτυγμένες χώρες την έτρεμαν. Μέχρι το 1921 εξάλλου περισσότεροι από 15.000 αμερικανοί πολίτες είχαν πεθάνει από το κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας.

Η νόσος αποτελούσε μεγάλο πονοκέφαλο για τις απομονωμένες πόλεις, καθώς τα φάρμακα αποθηκεύονταν σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλα αστικά κέντρα. Στην περίπτωση της Νομ, για παράδειγμα, η μόνη θεραπεία -ο αντιδιφθεριτικός ορός- βρισκόταν στο Άνκορατζ, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά.

Προσθέστε εδώ τον βάναυσο αλπικό χειμώνα της Αλάσκας που καθιστά επικοινωνίες, εμπόριο και μεταφορές αδύνατες, και ο θάνατος ήταν προ των πυλών για τους ασθενείς της Νομ. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λήφθηκε η απέλπιδα απόφαση να προσπαθήσει ένα τσούρμο ελκήθρων να φτιάξει μια γέφυρα επικοινωνίας και να σώσει τη ζωή των κατοίκων…

Η Μεγάλη Κούρσα του Ελέους

Γνωστός και ως Αγώνας Ορού της Νομ, η τιτάνια απόπειρα του 1925 θα γεννούσε έναν παράπλευρο ήρωα από αυτούς που σπάνια αναγνωρίζει ο άνθρωπος εκτός της δικής του επικράτειας. Με τον μοναδικό ανοιχτό δρόμο να μετρά το αστρονομικό νούμερο των 1.000 και πλέον χιλιόμετρων μέσα στις παγωμένες ερημιές της Αλάσκας, ο κατακερματισμός της διαδρομής ήταν μονόδρομος αν ήθελαν να φτάσουν τα φάρμακα σε λιγότερο από έναν μήνα.

Μέχρι τις 27 Ιανουαρίου 1925 ήταν όλα έτοιμα για να ξεκινήσει η κούρσα της ζωής. Ο οδηγός ελκήθρου «Τρελός Μπιλ» Σάνον παρέλαβε τον μαγικό ορό από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Νενάνα, με το που κατέφτασε εκεί με κατεπείγον δρομολόγιο από το Άνκορατζ δηλαδή, και ως πρώτος δρομέας πήρε τον δρόμο για τη Νομ.

Αυτός και τα σκυλιά του παράδερναν στο ανείπωτο κρύο (στους -50 βαθμούς είχε καταποντιστεί εκείνον τον χειμώνα το θερμόμετρο), δίνοντας μια άνιση μάχη με τα αφιλόξενα καιρικά στοιχεία. Τέσσερα χάσκι του πέθαναν στην πορεία και εκείνος λίγο έλειψε να χάσει τη μύτη του από κρυοπάγημα. Κόντρα όμως σε κάθε πρόβλεψη, ο «Τρελός Μπιλ» παρέδωσε τον θεραπευτικό ορό στον επόμενο οδηγό.

Αυτό έγινε αρκετές φορές πριν φτάσουν τα φάρμακα στον Λέονχαρντ Σεπάλα, έναν νορβηγό οδηγό ελκήθρου με θρυλικές ικανότητες που ζούσε πια στη Νομ. Εκείνος είχε προμηθευτεί λίγα χρόνια πρωτύτερα μια σειρά από σιβηριανά χάσκι, τα οποία επιστράτευσε για τον δικό του μαραθώνιο, μιας και ήταν το δυσκολότερο κομμάτι της διαδρομής.

Επικεφαλής των σκυλιών ήταν ο θρυλικός γερόλυκος Τόγκο, ένα 12χρονο χάσκι που είχε αποδείξει την αξία του στα δύσκολα. Ο Τόγκο οδήγησε αγέρωχα την αγέλη των χάσκι σε μια απόσταση μεγαλύτερη των 170 χιλιομέτρων, στο πιο κακοτράχαλο μάλιστα κομμάτι της διαδρομής, μέσα από παγωμένες λίμνες και πάνω στο όρος Μικρό ΜακΚίνλεϊ σε υψόμετρο 1.500 μέτρων.

Ο Σεπάλα έδωσε κατόπιν το πολύτιμο φορτίο στον Τσάρλι Όλσον, τον προτελευταίο οδηγό της Μεγάλης Κούρσας του Ελέους. Αυτός πέρασε τις δικές του περιπέτειες μέχρι να φτάσει στο σημείο που τον περίμενε ο Νορβηγός Γκούναρ Κάασεν, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με το τελευταίο κομμάτι του δρόμου ως τη Νομ. Θα ήταν ωστόσο τα δικά του 90 χιλιόμετρα αυτά που θα έγραφαν Ιστορία, καθώς με τον Κάασεν θα συναντήσουμε και τον Μπάλτο, τον απροσδόκητο ήρωα της περιπέτειάς μας…

Ο Μπάλτο που λατρεύτηκε ως σωτήρας

Πριν από την Κούρσα του Ελέους, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τη μοίρα του ασπρόμαυρου χάσκι. Δεν ήταν εξάλλου παρά ένα ράθυμο σκυλί τριών ετών που τοποθετούνταν πάντα στις τελευταίες θέσεις του ελκήθρου, εκεί δηλαδή που κανένας οδηγός δεν θα έβαζε τα καλύτερα σκυλιά του. Ήταν σκύλος εργασίας και όχι σκύλος οδηγός, κι αυτό έχει όσο να πεις τη σημασία του για τη στιγμή που θα χτυπούσε την πόρτα του Μπάλτο η Ιστορία η ίδια.

Κι όμως, για άγνωστο λόγο ο πολύπειρος Κάασεν επέλεξε τον Μπάλτο να οδηγήσει την αγέλη των χάσκι και να γράψει μια λαμπρή ιστορία επιτυχίας κόντρα σε κάθε πιθανότητα. Όχι τον Φοξ του, τον πολύπειρο οδηγό, αλλά τον νεοφώτιστο Μπάλτο. Όταν η αποστολή μπήκε στη Νομ στις 2 Φεβρουαρίου και παρέδωσε τα πολυπόθητα φάρμακα στην τοπική κλινική του ενός γιατρού και των 25 κρεβατιών, η Μεγάλη Κούρσα του Ελέους τα είχε καταφέρει και με το παραπάνω έπειτα από μόλις έξι μέρες.

Τι ήταν όμως αυτό που έστεψε ήρωα τον Μπάλτο (και τον Κάασεν) των τελευταίων 90 χιλιομέτρων και όχι ένα από τα άλλα 150 σκυλιά (ή τους 20 οδηγούς) που είχαν διανύσει την υπόλοιπη διαδρομή των 900 και πλέον χιλιομέτρων; Το γεγονός φυσικά ότι ο άπειρος Μπάλτο έπεσε σε χιονοθύελλα στους -31 βαθμούς Κελσίου και δεν έχασε τον δρόμο!

Συνέχισε να βαδίζει στο μονοπάτι χωρίς να ξεστρατίσει ούτε στιγμή, παρά το γεγονός ότι η ορατότητα ήταν μηδαμινή. Ταυτοχρόνως, έσωσε την αποστολή σε μια περιπέτεια στο ποτάμι Τόπκοκ και συνέχιζε να βαδίζει αγέρωχα ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, καθώς καιρός για στάσεις δεν υπήρχε.

Κάασεν και Μπάλτο είδαν μάλιστα μια βοηθητική αποστολή που είχε σταλεί για τα τελευταία χιλιόμετρα της κούρσας να κοιμάται και αποφάσισαν να συνεχίσουν παρά την εξοντωτική κούραση. Κι έτσι όταν μπήκαν στη Νομ με τον θεραπευτικό ορό και όλοι έτρεχαν να συγχαρούν τον Κάασεν, εκείνος έδειχνε τον γενναίο του σκύλο ως τον απόλυτο ήρωα της οδύσσειας.

Ο μοναδικός γιατρός της Νομ κατάφερε να σώσει τους πολίτες και να περιορίσει την επιδημία, αφήνοντας τη διφθερίτιδα να διεκδικήσει μόλις πέντε (ή έξι ή εφτά, κατ’ άλλες πηγές) ανθρώπινες ζωές…

μπαλαρίνα