ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ

γράφει η Χαρά Κιοσσέ

Είκοσι χρόνια μετά την ανακάλυψη των βασιλικών τάφων, πέντε χρόνια από το θάνατο του μεγάλου αρχαιολόγου, το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης εξέδωσε το Χρονικό της Βεργίνας του Μανόλη Ανδρόνικου.

Στο βιβλίο αυτό ο Ανδρόνικος συνταιριάζει αρμονικά τη γοητεία και τη γλαφυρότητα της αφήγησης με την επιστημονική εγκυρότητα για να περιγράψει την περιπέτεια της ανασκαφής. Δεν πρόκειται για ημερολόγιο: οι δύσκολοι καιροί που έζησε ο Ανδρόνικος, και η ακάματη δραστηριότητά του, δε τον άφηναν πολύ χρόνο για καταγραφές των “συμβάντων” της ζωής του. Πρόκειται για το χρονικό -την καταγραφή από μνήμης και εκ των υστέρων- μιας ανασκαφής που κράτησε είκοσι πέντε χρόνια. Από τις ανασκαφές των φοιτητικών του χρόνων στη Βεργίνα, δίπλα στον δάσκαλό του Κωνσταντίνο Ρωμαίο, ως την αποκάλυψη του βασιλικού τάφου του Φιλίππου με τα μοναδικά ευρήματα, καθώς και του τάφου του Πρίγκιπα με τα ασημένια κτερίσματα, ο Ανδρόνικος εξιστορεί το οδοιπορικό της αναζήτησης.

Στην αφήγηση κυριαρχεί το ανθρώπινο στοιχείο, αφού ο Ανδρόνικος συζητά και μοιράζεται τις επιστημονικές του απόψεις, τους φόβους και τις ελπίδες του με τους συνεργάτες του. Μαζί με τις εργασίες για την ανεύρεση, την αποκατάσταση των μνημείων και τηναξιοποίηση του χώρου της Βεργίνας, ο αναγνώστης γνωρίζει το περιβάλλον του μικρού Μακεδονικού χωριού και τους ανθρώπους του.

Ο χώρος της ανασκαφής εναλλάσσεται με το καφενείο του χωριού και το μικρό του δωμάτιο, που το μοιραζόταν με τη σύντροφο της ζωής του. Οι συνεργάτες του -αρχαιολόγοι, εργάτες της ανασκαφής αλλά και κάτοικοι της περιοχής- συμμετέχουν στην επιστημονική περιπέτεια, το μόχθο, τις προσδοκίες, τις απογοητεύσεις, αλλά είναι και οι πρώτοι μάρτυρες των θαυμαστών ανακαλύψεων.

Το βιβλίο εμπλουτίζεται με φωτογραφίες από τη ζωή του συγγραφέα και από τα ευρήματα της Βεργίνας.

Ο Ανδρόνικος εξομολογείται: “Αν σήμερα αποφασίζω να σχεδιάσω απόμνήμης αυτή την ιστορία, είναι γιατί καταλαβαίνω πως αξίζει τον κόπο να αναλογιστώ κι εγώ ο ίδιος το δρόμο που έκανα και να δώσω στους άλλους τις πληροφορίες που θεωρούν χρήσιμες”. Εκπληρώνει έτσι και το χρέος κάθε Έλληνα αρχαιολόγου προς τους ομοεθνείς του: να αναδείξει τον πλούτο της κληρονομιάς τους.

Το «Χρονικό της Βεργίνας» δεν μας λέει τίποτε το καινούργιο. Λίγο ή πολύ έχουμε διαβάσει και ξαναδιαβάσει το πώς ανοίχτηκε ο πρώτος και πώς ο δεύτερος τάφος, πώς φθάσανε στον τρίτο. Έχουμε ακούσει σε ανακοινώσεις και έχουμε δει σε ταινία όλες τις διαδικασίες της έρευνας, αυτού του καλοκαιριού του 1977 και του επόμενου χρόνου. Αλλωστε το «Χρονικό της Βεργίνας» δεν είναι ένα κανονικό ημερολόγιο που κρατούσε ο Μανόλης Ανδρόνικος κάθε βράδυ όταν γυρνούσε στο μικρό καμαράκι, όπου έμενε με τη σύζυγό του Όλυ Ανδρονίκου, σε ένα μικρό σπίτι πολύ κοντά στη Μεγάλη Τούμπα. Μάλιστα και ο ίδιος γράφει «… ποτέ μου δεν κράτησα ημερολόγιο, ούτε πριν ούτε ύστερα από το 1977». Το «Χρονικό της Βεργίνας» είναι μια ανθρώπινη ιστορία, κάτι ανάμεσα σε εξομολόγηση και παραμύθι ενός ανθρώπου που είχε το χάρισμα να διηγείται και τυραννιόταν από την αγωνία να μεταδώσει αυτά που ήξερε στους άλλους. Είναι με λίγα λόγια μια αφήγηση γραμμένη χωρίς σοφίες αλλά με σοφία.

«Ο στόχος της αρχαιολογικής έρευνας έμενε πάντα καθαρός, σταθερός και καίριος. Ωστόσο το ανθρώπινο πάθος μιας ολόκληρης ζωής λειτουργούσε το ίδιο έντονα και επίμονα. Το μυστικό της Μεγάλης Τούμπας το ονειρευόμουν από τη στιγμή που έκανα την πρώτη δοκιμή στα 1952 […] Αν σήμερα αποφασίζω να σχεδιάσω από μνήμης αυτή την ιστορία, είναι γιατί καταλαβαίνω πως αξίζει τον κόπο να αναλογιστώ κι εγώ ο ίδιος το δρόμο που έκανα και να δώσω στους άλλους τις πληροφορίες που θεωρούν χρήσιμες. Θα ήταν ψεύτικη η μετριοφροσύνη αν έλεγα πως εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν αξίζει να ιστορήσω το “Χρονικό της Βεργίνας”. Τώρα ξέρω πως αξίζει…» Η πρώτη φράση είναι από το «Αντί Εισαγωγής», που γράφτηκε τον Φεβρουάριο του 79 στο Φάληρο. Ακολουθεί το απόσπασμα του Προλόγου, με ημερομηνία 1983. Πέρυσι τον Μάρτιο η κ. Όλυ Ανδρονίκου, η σύζυγος του Μανόλη Ανδρόνικου που τον στήριξε ακούραστα όλα τα χρόνια της ανασκαφής στη Βεργίνα και πολλά άλλα χρόνια πριν, έγραψε τον επίλογο. «… Ο χώρος στη Βεργίνα έχει τώρα αλλάξει: το φιλόξενο σπίτι του Μιχάλη Αηδονίδη, δίπλα στη Μεγάλη Τούμπα, γκρεμίστηκε, και οι λαμαρίνες που στέγαζαν τους βασιλικούς τάφους αντικαταστάθηκαν με μεγαλόπρεπο στέγαστρο. Η ανασκαφή απλώνεται, οι μαθητές του Ανδρόνικου συνεχίζουν το έργο του και μια καινούργια γενιά νέων αρχαιολόγων ετοιμάζεται κάθε καλοκαίρι στη Βεργίνα».

Γραμμένο σαν ημερολόγιο με γοργό ρυθμό και με την αμεσότητα που είχε πάντα ο Μανόλης Ανδρόνικος στο γράψιμό του, το βιβλίο κυριολεκτικά «ρουφιέται» σε μία ημέρα. Περνάει γρήγορα τα παιδικά και τα φοιτητικά του χρόνια και αρχίζει με περισσότερες λεπτομέρειες την αφήγηση από όταν πρωτοπήγε στη Βεργίνα ως μαθητής του Κωνσταντίνου Ρωμαίου. «Η πρώτη σίγουρη μνήμη μου είναι του Μάρτη του 1938. Με εντολή του Ρωμαίου ο Πέτσας κι εγώ πήγαμε στη Βεργίνα, βρήκαμε εργάτες και αρχίσαμε την ανασκαφή στο ανάκτορο. Την επομένη μέρα θα έφτανε ο δάσκαλος. Από το σημείο αυτό οι μνήμες είναι πιο καθαρές και βέβαιες…».

Μιλάει σύντομα για τον πόλεμο και τη Μέση Ανατολή, την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη και την εκλογή του στο πανεπιστήμιο και μνημονεύει συνέχεια τους μαθητές του, τους συνεργάτες του, τους βοηθούς του. Σπάνια δάσκαλος αναφέρεται τόσο συχνά, τόσο επίμονα είναι σωστότερο, σε αυτούς που στάθηκαν δίπλα του. Στο τι είπαν, τι αισθάνθηκαν, πώς τον κοίταξαν σαν βρέθηκε το πρώτο τοιχάριο ή τα ίχνη της πυράς. Αν πέρασε μόνος του τις αγωνίες, τις αμφιβολίες, τις απογοητεύσεις, είναι σίγουρο πως μαζί τους μοιράστηκε τις χαρές της επιτυχίας. Αλλωστε γι αυτό ακόμη και σήμερα ακούμε τόσο συχνά «δούλεψα κοντά στον Ανδρόνικο» ή «ο Ανδρόνικος ήταν δάσκαλός μου».

Σίγουρα ο Μανόλης Ανδρόνικος, και αυτό φαίνεται στην κάθε σελίδα του βιβλίου, χρειάστηκε το χειροκρότημα και τον ενθουσιασμό, την ανταπόκριση του κοινού και των συναδέλφων του. Σίγουρα τον ενθουσίασε το ότι στην ανακοίνωση που έκανε στην Αρχαιολογική Εταιρεία γέμισε η αίθουσα, γέμισε ο προθάλαμος και ο κόσμος στεκόταν στο πεζοδρόμιο προκαλώντας αναστάτωση στην κυκλοφορία της οδού Πανεπιστημίου. Αν δεν θαμπώθηκε από την υποδοχή του ευρήματος οπωσδήποτε χάρηκε. Ήξερε όμως πολύ καλά πως ανάμεσα στους συναδέλφους του υπήρχαν αντιρρήσεις, όχι για το ότι χαρακτήρισε τους τάφους βασιλικούς (τι άλλο θα μπορούσε να ήταν;) αλλά για την ταύτιση του νεκρού της χρυσής λάρνακας με τον Φίλιππο τον Β και την ταύτιση της Βεργίνας με τις Αιγές. Και το τελευταίο ίσως ξεπεράστηκε με τον χρόνο, την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη του ανακτόρου και του θεάτρου και κυρίως το βιβλίο του Nicholas Hammond που δεν αφήνει αμφιβολίες για τη θέση της παλιάς πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Το πρώτο όμως; Ο Φίλιππος;

Από την πρώτη κιόλας ανακοίνωση του ευρήματος στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όταν προς το τέλος, κτυπώντας το δάκτυλο στο έδρανο και προβάλλοντας στην οθόνη το ελεφάντινο κεφαλάκι του Φιλίππου ο Ανδρόνικος είπε «αυτός πρέπει να είναι ο νεκρός του τάφου. Ο Φίλιππος ο Β, ο πατέρας του Αλεξάνδρου», κατάλαβε ότι θα υπήρχαν αμφισβητήσεις. «Δεν φαντάζομαι να έχει γίνει δεκτή ποτέ άλλοτε μια αρχαιολογική ανακοίνωση με τόσο ενθουσιασμό και συγκίνηση. Ήταν φανερό πως τα ευρήματα λειτουργούσαν κιόλας πολύ πέρα από την αυστηρά επιστημονική περιοχή. Για μιαν ακόμη φορά ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου είχε αγγίσει τις καρδιές των Μακεδόνων. Και όχι μόνον αυτών. Οι ξένοι ανταποκριτές φαίνονταν βαθιά συγκινημένοι, οπωσδήποτε δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους. Ισως οι πιο συγκρατημένοι απ όλους να ήταν οι συνάδελφοι αρχαιολόγοι. Μάντευα πως άρχιζε κιόλας η ετοιμασία κάποιας αντίδρασης, τουλάχιστο κάποιος σκεπτικισμός».

Σε ένα άλλο σημείο γράφει χωρίς να μπορεί να κρύψει κάποια πικρία: «Την επομένη μέρα, όλες οι εφημερίδες με μεγάλους πρωτοσέλιδους τίτλους παρουσίασαν τις ανακοινώσεις για τα ευρήματα. Φυσικά οι χρυσές λάρνακες και το βάρος τους αποτελούσαν το κέντρο βάρους στις περιγραφές, μαζί με την άποψη που διατύπωσα πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο. Μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει τις γνώμες συναδέλφων ιστορικών και αρχαιολόγων. Μου έκανε εντύπωση πως κανένας δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί σε ενθουσιαστικές κρίσεις. Νηφάλιοι, συγκρατημένοι, επιφυλακτικοί, διακριτικοί και σώφρονες, στάθμισαν προσεκτικά τα λόγια τους, έτσι που να μη ριψοκινδυνεύουν την επιστημονική τους στάση…». Και κάπου αλλού: «Στη συνέχεια πήγα στο γραφείο να χαιρετήσω μιαν από τις παλαιές και πολύ αγαπητές συναδέλφους. Μου είπε πόσο χάρηκε για το εύρημα και πρόσθεσε: “Θα ήταν πολύ σημαντικό αν υπήρχαν στον τάφο κάποια ερυθρόμορφα αγγεία, ώστε να μπορεί να βεβαιωθεί η χρονολογία που πρότεινες”. Κατάλαβα την εύσχημη αμφισβήτηση. Θα ήθελε να πει πως αφού δεν υπάρχουν ερυθρόμορφα αγγεία ο τάφος δεν μπορεί να χρονολογηθεί πριν από το 320 π.Χ.».

Η επιτυχία του Ανδρόνικου ασφαλώς οφείλεται στα ευρήματά του. Το εύρημα είναι το παν! Οφείλεται στην επιμονή της αναζήτησης του ευρήματος μέσα στο χώμα και της αλήθειας του στις αρχαίες μαρτυρίες, που και αυτές αναζητούνταν με πείσμα. Επιβεβαίωση όμως ζητιόταν και στις αντιδράσεις και στη γνώμη των γύρω του. Για τις τοιχογραφίες ήθελε να ακούσει τι θα πει ο Γιάννης Τσαρούχης, για το περιεχόμενο της λάρνακας οι καθηγητές Δημήτριος Παντερμαλής και Γεώργιος Δεσπίνης. Περίμενε τις αντιδράσεις για τα ελεφάντινα κεφαλάκια από τους συνεργάτες του, τους μαθητές του. Σε όλα αυτά δεν έπαιξε μικρό ρόλο και αυτή η ξεχωριστή ικανότητα αφήγησης που είχε και που ήταν εμποτισμένη με το προσωπικό του πάθος. Ήταν ένα πάθος ακράτητο, σαν να σε έπιανε από το χέρι για να σου πει: «έλα να δεις, έτσι το σκέφτηκα. Κοίτα τον καβαλάρη στο μωσαϊκό της Πομπηίας και τώρα δες αυτόν εδώ στο κέντρο της ζωφόρου του κυνηγιού. Δεν έχουν ίδια κίνηση;». Τα ίδια και με την τοιχογραφία στον τάφο της Περσεφόνης. «Η σχεδιαστική ικανότητα του ζωγράφου ήταν απαράμιλλη. Αλλά και η ασφάλεια και η σιγουριά του στη χάραξη των γραμμών. Θυμούμαι τα πρώτα λόγια που είπα στους συνεργάτες μου: “Αυτός ο ζωγράφος ζωγραφίζει σίγουρα και γρήγορα. Είναι καταπληκτικός”». Η ταύτιση του ζωγράφου με τον Νικόδημο δεν έγινε αυτόματα. Το θέμα τον παίδεψε, χρειάστηκε να ανατρέξει στον Πλίνιο και εκεί βρήκε την πληροφορία πρώτον πως ο Νικόδημος ήταν ο μόνος που είχε ζωγραφίσει την αρπαγή της Περσεφόνης, θέμα σπανιότατο και δεύτερον ότι «κανένας δεν ήταν σ αυτήν την τέχνη πιο γρήγορος».

Η αφήγηση του «Χρονικού» σταματά το 1978, μετά την ανακάλυψη του Τάφου του Πρίγκιπα. Ηταν το τρίτο μυστικό που έκρυβε η Μεγάλη Τούμπα. Του είχαν πει του Ανδρόνικου «τι θα κάνεις αν βρεθεί και τρίτος τάφος κι εκεί έχεις αναμφισβήτητες αποδείξεις πως είναι του Φιλίππου;» και εκείνος είχε απαντήσει «με χαρά θα αναγνωρίσω το σφάλμα μου και θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω καλύτερα το εύρημα, στηριγμένος πια σε όλα τα στοιχεία της ανασκαφής». Στον Τάφο του Πρίγκιπα δεν βρέθηκαν αποδείξεις για τον Φίλιππο βέβαια, όμως διαφορετικές απόψεις για το περιεχόμενο του δεύτερου τάφου αλλά και για την ταύτιση της Βεργίνας με τις Αιγές έχουν ακουστεί. Μάλιστα μερικές γράφηκαν όσο ακόμη ο Ανδρόνικος ήταν ανάμεσά μας. Τελευταία σε σοβαρές μελέτες συνάδελφοί του διατυπώνουν απόψεις για χρονολογήσεις άλλων ευρημάτων της Μακεδονίας που μοιραία συμπαρασύρουν και τη χρονολόγηση του περιεχομένου του δεύτερου βασιλικού τάφου, αυτού που ο Ανδρόνικος υποστήριζε πως ανήκε στον Φίλιππο Β.

Πόσο ρόλο θα έπαιζε για τον Ανδρόνικο αν ο νεκρός της χρυσής λάρνακας ήταν ο Φίλιππος ο πατέρας του Μεγαλέξανδρου ή ο Φίλιππος Γ, αδελφός του; Εκτός του ότι ο ίδιος απέκλειε οι Μακεδόνες να απέδωσαν τέτοιες τιμές στον Αρριδαίο που εκείνος θεωρούσε «απόλεμο και διανοητικά καθυστερημένο» η ειρωνεία είναι πως ο Μανόλης Ανδρόνικος δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια στον Φίλιππο Β όσο μεγάλο βασιλιά και αν τον θεωρούσε. Σε ένα σημείο στον επίλογο του «Χρονικού» η κυρία Όλυ Ανδρονίκου σημειώνει: «Γυρνούσε πάντοτε ικανοποιημένος από τις επαφές του με τους αρχαιολόγους αλλά κουρασμένος και άκεφος. Δεν αγαπούσε τα ταξίδια, αντιπαθούσε τις φωτογραφίες, και στο σχολείο όπου δίδασκε είχε δηλώσει κάποτε πως δεν αγαπούσε ούτε τον Φίλιππο».

βιβλιόφιλος