ΠΟΤΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;

 

«Ἀκριβῆ δὲ ὥραν τιθέναι ἐπιζητεὶς καὶ ὥρα πάνυ μεμετρημένην, ὅπερ καὶ δύσκολον, καὶ σφαλερόν ἐστι». (Διονύσιος Ἀλεξανδρείας)

1. Τὸ Ἀκριβὲς τῆς Ἀναστάσεως

Εἶναι δύσκολο νὰ πεῖ κανεὶς πότε, ποιὰ ὥρα ἀκριβῶς, ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Κανένας ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὲς δὲ κάνει σαφῆ λόγον.

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει μέχρι τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, δηλαδὴ τὴν Κυριακή· «Ὀψὲ Σαββάτων τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων» (κεφ. 28,1).

Ὁ Μάρκος λέγει ὅταν πέρασε ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, Μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου ποὺ ἄρχιζε ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, δηλαδὴ ἡ Κυριακή· «Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτουλίαν πρωὶ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (κεφ. 16, 1-2).

Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται στὰ βαθιὰ χαράματα τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἤτοι τὴν Κυριακή· «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων, ὄρθρου βαθέως ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα» (κεφ. 24, 1).

Καὶ ὁ Ἰωάννης λέγει, ὅταν πέρασε ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, δηλαδὴ τὴν Κυριακή, ποὺ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι· «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων … ἔρχεται πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον» (κεφ. 20, 1).

 Καὶ οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές, ὡς ἡμέρα ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρουν τὴν ἀρχὴ τῆς ἡμέρας τῆς Κυριακῆς· «Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου· τῆς μιᾶς σαββάτων (= ὅταν επέρασε ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ ἄρχιζε ἡ ἄλλη ἡμέρα)» χωρὶς νὰ ὁρίζουν τὴν ἀκριβῆ ὥρα.

Ὁ καθένας ἀναφέρεται σὲ διαφορετικὰ χρονικὰ ὅρια τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ποὺ ἄρχιζε μετὰ τὸ Σάββατο, ἤτοι τῆς Κυριακῆς. Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ ἀκριβὴς ὥρα, ἀλλὰ ἡ ἡμέρα γιὰ ν’ ἀποδείξουν τὸ τριήμερο, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε διαβεβαιώσει ὁ Χριστὸς τοὺς μαθητὲς του, ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ·

«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι» (Ματθ. 16, 21).

Λοιπόν, πότε ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Διονύσιος, ποὺ ρωτήθηκε γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ἀπάντησε, ὅτι τοῦτο εἶναι πολὺ δύσκολο καὶ ἀβέβαιον· «Ἀκριβῆ δὲ ὅρον τιθέναι ἐπιζητεῖς καὶ ὥρα πάνυ μεμετρημένην, ὅπερ καὶ δύσκολον καὶ σφαλερόν ἐστιν» («Σύνταγμα θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων», Γ. Ράλλη – Μ’. Πότλη, τομ. Δ΄, σελ. 1. Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐπίσκοπον Βασιλείδην).

Οἱ δύο Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Λουκᾶς συμφωνοῦν, ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὰ μεσάνυκτα τοῦ Σαββάτου, ὅτε καὶ εἶχε παρέλθει ἡ ἕκτη ὥρα τῆς νύκτας.

 

Τοῦτο συνάγεται ἀπὸ τὰ λεγόμενα τους, ὅτι οἱ γυναῖκες πῆγαν στὸ μνῆμα «Ὀψὲ Σαββάτων [καὶ] Ὄρθρου βαθέος», ὅτε δηλαδὴ εἶχε περάσει ἡ ἕκτη ὥρα τῆς νύκτας, ὁπότε καὶ ἄρχιζε ἡ καινούργια μέρα κατὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὅρους.

Ἔτσι, οἱ Πατέρες τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποφάσισαν, οἱ Χριστιανοὶ νὰ νηστεύουν μέχρι τὰ μεσάνυκτα τοῦ Σαββάτου· «Χρή τοὺς πιστοὺς περὶ μέσας τῆς μετὰ τὸ μέγα Σάββατον νυκτὸς ὥρας ἀπονηστίζεσθαι, τῶν θείων Εὐαγγελιστῶν Ματθαίου καὶ Λουκᾶ, τοῦ μέν, διὰ τοῦ ὀψὲ Σαββάτων προσρήματος, τοῦ δέ, διὰ τοῦ ὄρθρου βαθέως, τὴν βραδύτητα τῆς νυκτὸς ἡμῖν ὑπογράφοντος»· (Καν’. ΠΘ΄).

Ὅταν λέγει ὁ Κανόνας «περὶ μέσας τῆς μετὰ τὸ μέγαν Σάββατον νυκτὸς ὥρας ἀπονηστίζεσθαι», ἐννοεῖται, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ θὰ συμμετάσχουν στὴν Θεία Λειτουργία ἕως τὸ τέλος «προσενέγκατε τὴν θυσίαν ἡμῶν» καὶ μετὰ θὰ ἀρχίσουν τὸ Πασχαλινὸ φαγητό, δηλαδὴ τὰ χαράματα τῆς Κυριακῆς.

Ἐπ’ αὐτοῦ οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς εἶναι λίαν σαφεῖς· «Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἀναστάντος τοῦ Κυρίου, προσενέγκατε τὴν θυσίαν ἡμῶν … καὶ λοιπὸν ἀπονηστεύετε, εὐφραινόμενοι καὶ ἑορτάζοντες»· (ΒΕΠΕΣ, τομ. 2, παρ’. 7 καὶ 8, σελ. 90-91).

 2. Τὸ Τριήμερον τῆς Ἀναστάσεως

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶχε δηλώσει στοὺς μαθητὲς Του, ὅτι θὰ καταδικαστεῖ σὲ θάνατο, ἀλλὰ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθεῖ· «ἀποκτανθήναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι» (Ματθ. 16, 21).

Πράγματι, ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν τρίτη ἡμέρα: Οἱ δύο μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ μετὰ τὴ θανατικὴ Του καταδίκη καὶ τὴ ταφὴ Του πήγαιναν «πρὸς Εμμαούς» δηλώνουν, ὅτι ἤδη ἔχουν περάσει τρεῖς ἡμέρας ἀπὸ τὸ θάνατον τοῦ Χριστοῦ· «… ἀλλά γε καὶ σὺν πᾶσιν τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον, ἀφ’ οὗ ταῦτα ἐγένετο»· (Λουκ. 24, 21). Ἀλλὰ καὶ οἱ γυναῖκες, ποὺ «διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, ἢ ὀψὲ σαββάτων, ἡ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», πήγαιναν στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν τὰ Ἑβραϊκὰ νεκρικὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, τὰ τρίμερα, ἀποδεικνύουν περίτρανα, πὼς πράγματι εἶχε ἤδη ἀρχίσει τὸ τριήμερον.

Ὅμως, ἐρωτᾶται: Πῶς ἀποδεικνύεται αὐτὸ τὸ τριήμερον: Τὸ εἰκοσιτετράωρον οἱ Ἑβραῖοι τὸ μετροῦσαν ἀπὸ τὸ ἕνα βράδυ ἕως τὸ ἄλλο βράδυ· «ἀπὸ ἑσπέρας ἕως ἑσπέρας σαββατιεῖτε» (Λευιτ. 23, 32).

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «παρέδωκε τὸ πνεῦμα» τὸ ἀπομεσήμερον τῆς ἐνάτης ὥρας (= τρεῖς μ.μ.) τῆς Παρασκευῆς· «Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη (= δώδεκα μ.μ.) καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ’ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης (= τρεῖς μ.μ.) τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος … καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Λουκ. 23, 44, Ιωάν. 19, 30).

Ἡ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα τῆς Πέμπτης, ὁπότε τὰ μεσάνυχτα τῆς Παρασκευῆς ἔχουμε τὴν μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα τῆς Παρασκευῆς ἕως τὰ μεσάνυχτα τοῦ Σαββάτου ἔχουμε τὴν δεύτερη ἡμέρα. Καὶ ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα τοῦ Σαββάτου ἕως τὰ μεσάνυχτα τῆς Κυριακῆς ἔχουμε τὴν τρίτη ἡμέρα, τὴν Κυριακή, ἡ ὁποία σημειωτέον ἔχει ἀρχίσει ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα τοῦ Σαββάτου.

 Ἑπομένως τὴν τρίτη ἡμέρα, τὴν Κυριακή, ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ κατὰ τὸ διάστημα αὐτῆς τῆς ἡμέρας, πράγματι, τελεῖται ἡ Ἀνάσταση. Ὅμως, ἐπειδὴ οἱ Εὐαγγελιστὲς οὐδαμοῦ ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένη ὥρα, ἀλλὰ τὶς ἀρχὲς τῆς τρίτης ἡμέρας, τῆς Κυριακῆς, ἡ Μητέρα Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅρισε ἡ Ἀνάσταση νὰ γίνεται, ὅταν ἀκριβῶς, ἀρχίζει ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς (μετὰ τὸ μεσονύκτιο, δηλαδή, τοῦ Σαββάτου), ὁπότε ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ ἂν ἀναστήθηκε ὁ Χριστὸς ἡ ἀκριβὴς ὥρα περιέχεται μέσα στὴ τρίτη ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς.

Ἑπομένως, ἡ ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματα περὶ τῆς ἀκριβοῦς ὥρας καὶ τοῦ τριημέρου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ἡ ἀκριβὴς ὥρα τῆς Ἀνάστασης εἶναι δύσκολο ν’ αποδειχθεί, ἄλλωστε δὲν ἔχει καμιά ἀπολύτως σημασία γιὰ τὴν σωτηρία μας, διὸ καὶ οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν ἀσχολοῦνται.

Ὅσο γιὰ τὸ τριήμερο ποὺ ἔχει σημασία γιὰ ν’ ἀποδειχθοῦν ἀληθινὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Κυρίου πρὸς τοὺς μαθητὲς Του, ὅτι· «καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι» πράγματι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀφοῦ ἡ τρίτη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀρχίζει ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου.

Συνεπῶς, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε, ὅπως λίαν κατηγορηματικῶς μᾶς δηλώνουν οἱ Ἱεροὶ Εὐαγγελιστές, τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἀφοῦ εἶχε ἤδη περάσει ἡ δεύτερη ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ οἱ γυναῖκες, ποὺ εἶναι οἱ πλέον ἀψευδεῖς μάρτυρες τοῦ τριημέρου, πήγαιναν στὸ μνημεῖο γιὰ τὰ τρίμερα· «Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου (= ἀφοῦ πέρασε ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου), Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν (= τὸν Ἰησοῦν).

Πρεσβ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος Πρόεδρος Κληρικῶν

Περιοδικὸ Ἐνορία 5/4/04 Ἀριθμὸς φύλλου 974

ΠΗΓΗ: https://www.ekklisiaonline.gr/arxontariki/i-akrivis-ora-anastasis-tou-iisoy-xristoy-kai-to-triimeron/