Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΓΛΩΣΣΑ : 9 ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Είπα «σ’ αγαπώ» σε δυϊκό αριθμό, έναν αριθμό της ελληνικής γλώσσας που σημαίνει εμείς οι δυο – μόνο εμείς.

Με την παραπάνω φράση η Ιταλίδα ελληνίστρια Αντρέα Μαρκολόνγκο εκφράζει την αγάπη της στην ελληνική γλώσσα. Ο Πρόλογος στην ελληνική έκδοση του βιβλίου της H υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για ν’ αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά μάς υπενθυμίζει εκείνο το una faccia una razza, γιατί η αγάπη που δείχνει η συγγραφέας για την ελληνική γλώσσα –τη γλώσσα της ομορφιάς, της περηφάνιας, της ακεραιότητας του πνεύματος, όπως γράφει, και που αντανακλά τη συγκίνησή της, να βλέπει τις ιταλικές της λέξεις να ιστορούν την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα που η Βιρτζίνια Γουλφ αποκάλεσε Magic Language– έχει, ίσως, την αιτία της σ’ αυτή τη φράση που μας θέλει συγγενείς.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2016 σε 100.000 αντίτυπα στην Ιταλία και τώρα μεταφράζεται και σε άλλες γλώσσες. Η υπέροχη συγγραφέας, που μοιάζει σαν εκσυγχρονισμένη Πριμαβέρα του Σάντρο Μποτιτσέλι, έρχεται από μακριά, από τα αρχαία μας ελληνικά, για να επιβεβαιώσει και το ρηθέν από τον ποιητή Οράτιο: Graecia capta ferum victorem cepit στο παρόν. Πραγματωμένο σε βιβλίο-ύμνο, απολαμβάνουμε τον ενθουσιασμό της Ιταλίδας ελληνίστριας που δεν φείδεται συναισθηματικών διατυπώσεων και έκφρασης έρωτα για την ελληνική γλώσσα, που δεν είναι νεκρή αλλά «καρποφόρα».

Οι λόγοι, στους οποίους συνοψίζει τα πορίσματά της, είναι η «όψη» (ρήματα, χρόνοι), η «σιωπή» (ήχοι, πνεύματα, τόνοι), «τρία γένη, τρεις αριθμοί» (εγώ, εμείς, οι δυο εμείς), «οι πτώσεις», η «ευκτική», η μετάφραση.

Ο Χρόνος είναι η φυλακή μας, λέει, και οι Έλληνες εκφράζονταν με τρόπο που έδινε σημασία στην εντύπωση των πράξεων όταν μιλούσαν, στο πώς συνέβαιναν τα πράγματα· όχι τη στιγμή αλλά την εξέλιξη, όχι τον χρόνο αλλά την όψη. Το «είναι» ανήκει στ’ αλήθεια στο πράγμα, το «ήταν» και το «θα είναι» ανήκουν στο «διάβα».

 Από την κατάληξη της λέξης καταλάβαιναν τη θέση της στο κείμενο και στην κατάληξή της συγκεντρωνόταν η αξία της. Χάρη στις πτώσεις η ελληνική γλώσσα –αρχαία και νέα– όταν ομιλεί σκέπτεται και σκέπτεται όταν γράφει.

Ο Χρόνος είναι η φυλακή μας, λέει, και οι Έλληνες εκφράζονταν με τρόπο που έδινε σημασία στην εντύπωση των πράξεων όταν μιλούσαν, στο πώς συνέβαιναν τα πράγματα· όχι τη στιγμή αλλά την εξέλιξη, όχι τον χρόνο αλλά την όψη. Το «είναι» ανήκει στ’ αλήθεια στο πράγμα, το «ήταν» και το «θα είναι» ανήκουν στο «διάβα». Γιατί το «ήμουν» πέρασε και το «θα είμαι» δεν υπάρχει ακόμα. Το είμαι τώρα μετράει. Τίποτα δεν είναι αμετακίνητο στον χρόνο και πάντα θα μεταμορφώνεται (τα πάντα ρει). Κι όμως, ενώ όλα αλλάζουν, όλα μένουν· τα ρήματα «μένω» και «σε περιμένω» έχουν την ίδια σημασία. Η όψη των ρημάτων εξέφραζε την κατάσταση των πραγμάτων και η όψη είναι η πιο ένδοξη κληρονομιά της ινδοευρωπαϊκής, γράφει η Marcolongo. Και δεν παραλείπει να στήσει μικρά δρώμενα, για να μας δείξει αυτό που συμβαίνει, συνέβη ή έχει ήδη συμβεί.

Tα ρήματα «οικώ», «βασιλεύω», «θνήσκω», «βιώ» δηλώνουν κάτι που συμβαίνει τώρα, σχεδόν πάντα στον ενεστώτα. Το «ήκω» σημαίνει έχω φθάσει και πιο απλά: «να με». Το «έοικα» και το «δέδοικα» μόνο παρακειμένου μπορεί να είναι, γιατί είναι αποτέλεσμα πράξεων που έχουν προηγηθεί, ενώ ο ενεστώτας δείχνει μια πράξη που γίνεται τώρα και δεν έχει ολοκληρωθεί: «βιβρώσκω», εξακολουθώ να τρώω. «Μιιμνήσκω», προσπαθώ να θυμηθώ: ποιος είναι αυτός; «Ερωτεύομαι τώρα, χμ!».

Ο αόριστος είναι ο χρόνος της νοσταλγίας για πράγματα που έζησα και δεν θα ξαναζήσω ποτέ και αντιστέκεται, αλλά η αντίστασή του είναι μια άλλη μορφή υποταγής. Ο παρακείμενος δηλώνει ότι οι συνέπειες των πράξεων του παρελθόντος ισχύουν ακόμη. Ο μέλλων χρόνος δεν υπάρχει… υπάρχει η βουλητική του φύση, «μέλλω» – «πρόκειται να / είμαι έτοιμος να». Το «μέλλω» δεν διαθέτει άλλα θέματα, είναι παρόν και μέλλον μαζί.

Μας είναι άγνωστο το πώς προφέρονταν οι λέξεις που είναι βουβές σαν τα μάρμαρα της Ακρόπολης. Έχουμε το αλφάβητο, αλλά δεν έχουμε τον ήχο του. Κι όμως, η ελληνική γλώσσα είχε μουσική, ο τόνος ήταν μελωδικός, το τονούμενο φωνήεν χαρακτηριζόταν όχι από την ένταση της φωνής, αλλά από την άρση της. Ο ρυθμός της είναι ποσοτικός, στηρίζεται στην εναλλαγή μακρού-βραχέος. Τα φωνήεντα, όταν ενώνονται, σχηματίζουν διφθόγγους. Μια συλλαβή ανάλογα με τη θέση της στη λέξη είναι φύσει ή θέσει μακρά, άρα δίνει μουσική στην εκφορά της. Αυτή η μουσικότητα, όμως, άρχισε να χάνεται τον 2ο μ.Χ. αι. κι έτσι, ενώ ο ρυθμός άλλαξε αλλά η γραφή δεν άλλαξε, δεν καταλάβαμε την αλλαγή. Το πνεύμα, ο τόνος, τα σημεία στίξης, όλα διευκολύνουν τους νεότερους αναγνώστες και οφείλουμε ευγνωμοσύνη στους Αλεξανδρινούς, που με τόσο κόπο τα επινόησαν για να διευκολύνουν τη δική μας κατανόηση.

Τρία ήταν τα γένη των ανθρώπων, σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο· το αρσενικό, που καταγόταν από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη και το ενδιάμεσο από τη σελήνη. Αυτό ήταν σφαιρικό, σαν μπάλα ή μήλο, είχε τέσσερα πόδια και τέσσερα χέρια, δυο πρόσωπα, είχε δύναμη μεγάλη και θέλησε να τα βάλει με τους θεούς. Και τότε, όλους τους εκπροσώπους του είδους, τους έκοψε ο Δίας στα δυο και τους έριξε στη γη να περπατούν όρθιοι στα δυο τους πόδια. Από τότε ο έρωτας, «της αρχαίας φύσεως συναγωγεύς», ωθεί το ένα μισό να ζητά απελπισμένα το άλλο μισό του: «Η επιθυμία να γίνουμε από δύο ένα». Μα, μάτια, αυτιά, χέρια, πόδια, εμείς οι δυο! Όλα είναι διπλά! Ο δυϊκός εκφράζει έναν εσώτερο δεσμό, το ζευγάρι, το αντίθετο στη μοναξιά· είναι συναισθηματικός αριθμός.

Η πτώση των λέξεων είναι μια συντακτική κατηγορία της γλώσσας. Από την κατάληξη της λέξης καταλάβαιναν τη θέση της στο κείμενο και στην κατάληξή της συγκεντρωνόταν η αξία της. Χάρη στις πτώσεις η ελληνική γλώσσα –αρχαία και νέα– όταν ομιλεί σκέπτεται και σκέπτεται όταν γράφει.

 Ο Χρόνος είναι η φυλακή μας, λέει, και οι Έλληνες εκφράζονταν με τρόπο που έδινε σημασία στην εντύπωση των πράξεων όταν μιλούσαν, στο πώς συνέβαιναν τα πράγματα· όχι τη στιγμή αλλά την εξέλιξη, όχι τον χρόνο αλλά την όψη. Το «είναι» ανήκει στ’ αλήθεια στο πράγμα, το «ήταν» και το «θα είναι» ανήκουν στο «διάβα».

«Μια έγκλιση που την έλεγαν επιθυμία: η ευκτική» είναι η έγκλιση της μη πραγματικότητας, και αυτή, η μη πραγματικότητα, εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπει ο άνθρωπος τον κόσμο. Μια ντελικάτη γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην επιθυμία μπορεί να κάνει το ενδεχόμενο, πιθανότητα, πραγματικότητα ή να παραμείνει μη πραγματικότητα: «Ας ήταν ο Έρωτας πιο δυνατός απ’ όλους!». Και καταλήγει ρωτώντας: γιατί μόνο στην ελληνική γλώσσα μια έγκλιση παραπάνω; Ποιοίην αν –θα μπορούσα να γράφω ποιήματα (καημός), έτσι για να «αντιμετωπίσουμε μια επιθυμία και τη δύναμη που απαιτείται για να την εκφράσουμε πρώτα απ’ όλους στον εαυτό μας». Τελικά πώς μεταφράζεται; Με όλα τα εργαλεία της επιστήμης, αλλά πρωτίστως να ξεκολλήσουμε από τα λεξικά και «ν’ αφουγκραζόμαστε αυτό που μας λέει το κείμενο».

Η Αντρέα Μαρκολόνγκο μάς μιλάει με τον δικό της ποιητικό, συναισθηματικό, ερωτικό τρόπο για την ελληνική γλώσσα, σαν να λέει αλλιώς εκείνα που μας δίδαξε ο Αχιλλέας Τζάρτζανος: φθογγολογικό, τυπολογικό, ετυμολογικό, υφολογικό. Μιλάει ανατρέχοντας στη θεωρία, στην εμπειρία, στην παρατήρηση, στα αρχαία κείμενα. Δραματοποιεί τον γραμματικό κανόνα, μοιράζει ρόλους στις λέξεις και, πάντα γοητευμένη από αυτό που γράφει, καταφέρνει να μας μεταδώσει τον ενθουσιασμό της και να μας καθίσει στο μαθητικό θρανίο, στο πανεπιστημιακό έδρανο, στο γραφείο μας, πάνω από το βιβλίο της, λέγοντας και ξαναλέγοντας τις αρχαίες αλήθειες που είναι και τωρινές (ενεστώτας), να μας ξαναθυμίσει πόσο υπέροχη γλώσσα είναι τα αρχαία ελληνικά (ενεστώτας), να μας δείξει έναν τρόπο να βλέπουμε τον κόσμο (ενεστώτας). Και ακόμα, να μας επισημάνει πως η επιλογή της κατάλληλης λέξης μέσα σε ένα κείμενο διδάσκει γλώσσα, επικοινωνία, συνεννόηση, πολιτική, κοινωνιολογία, ηθική, ιστορία, λογοτεχνία και αγάπη. Αγάπη που δεν κουράστηκε ποτέ να επαναλαμβάνει η πρέσβειρα της ελληνικής γλώσσας, Αντρέα Μαρκολόνγκο, για την υπέροχη γλώσσα, τα αρχαία ελληνικά.

Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.

Η υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά
Andrea Marcolongo
μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Πατάκη
243 σελ.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η Andrea Marcolongo, ελληνίστρια, απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Μιλάνου, έχει ταξιδέψει πολύ στη ζωή της και έχει ζήσει σε δέκα διαφορετικές πόλεις, μεταξύ των οποίων το Παρίσι, το Ντακάρ, το Σεράγεβο και το Λιβόρνο. Έχοντας ειδικευτεί στη μυθοπλασία, εργάστηκε ως σύμβουλος επικοινωνίας για πολιτικούς και εταιρείες. Ωστόσο η κατανόηση της ελληνικής γλώσσας υπήρξε πάντα το μεγάλο ερωτηματικό στη ζωή της και σε αυτήν αφιέρωσε κάμποσες νύχτες αγρύπνιας.

ΕΙΠΕ Η ΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Το ξέρουµε όλοι: η πρώτη αντίδραση µπροστά σ’ ένα αρχαίο κείµενο κυµαίνεται ανάµεσα στην παράλυση και στον γνήσιο τρόµο. Επέλεξα εννέα λόγους για ν’ αγαπήσω και να µιλήσω γι’ αυτό που η ελληνική γλώσσα είναι σε θέση να λέει µε τρόπο µοναδικό, ξεχωριστό, διαφορετικό από κάθε άλλη γλώσσα – και ναι, για να διαλύσω τους φόβους σας, µετατρέποντάς τους ενδεχοµένως σε πάθος.

Πάνω απ’ όλα αυτό το βιβλίο µιλάει γι’ αγάπη: η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν η πιο µακροχρόνια και πιο ωραία ιστορία της ζωής µου. Δεν έχει σηµασία αν ξέρετε αρχαία ελληνικά ή όχι. Αν ναι, θα σας αποκαλύψω ιδιαιτερότητες για τις οποίες κανείς δε σας µίλησε στο λύκειο, ενώ σας βασάνιζαν µε καταλήξεις ονοµάτων και παραδείγµατα. Αν όχι, τόσο το καλύτερο. Η περιέργειά σας θα είναι η λευκή σελίδα που θα γεµίσετε.

Με δυο λόγια, η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσµο, ένας τρόπος, ειδικά σήµερα, χρήσιµος και µεγαλοφυής. Δεν προβλέπονται εξετάσεις ούτε διαγωνίσµατα στην τάξη: αν, στο τέλος της ανάγνωσης, έχω καταφέρει να σας παρασύρω και ν’ απαντήσω σε ερωτήσεις που δεν είχατε θέσει ποτέ στον εαυτό σας, αν τελικά καταλάβετε τον λόγο τόσων ωρών µελέτης, τότε θα έχω πετύχει τον στόχο µου.

Α.Μ.

Ο βιβλιόφιλος