Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΕΝΑΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΕΝΑΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Ἡ γλῶσσα μας εἶναι καὶ χρήσιμη γιὰ ὑψηλὲς θεωρίες καὶ χρηστική. Εἶναι ὅμως καὶ παιδευτική, ἐπιστημονική, αἰσθητική. Στὸν αἰῶνα μας ὑπάρχει καὶ λειτουργεῖ γλωσσικὴ παγκοσμιοποίηση τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσας γιὰ τὰ τεχνικοεπιστημονικὰ καὶ τῶν μηδενιστικῶν πρακτικῶν ὅρων. Συγχρόνως ὅμως στὰ φιλοσοφικά, θεολογικά, αἰσθητικὰ θέματα ἡ γλωσσικὴ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἑλληνική. Καὶ ὄχι μόνον ἡ γλωσσική, ἀλλὰ καὶ ἡ διανοητικὴ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἑλληνική.
Γιὰ παράδειγμα, δὲν μπορεῖ κανεὶς σήμερα νὰ παρακολουθήσει μιὰ οἰκονομολογικὴ διάλεξη ἂν δὲν καταλαβαίνει ἀγγλικά. Φαίνεται ὅμως ὅτι ὅλοι οἱ σύγχρονοι ὅροι εἶναι νεώτερα κατασκευάσματα λέξεων, ποὺ τὶς καταλαβαίνουν μόνον οἱ εἰδικοί, ποὺ συνηθέστατα δὲν καταλαβαίνουν τίποτε ἄλλο. Οἱ βασικότεροι, οἱ θεμελιακοὶ ὅροι ὅμως καὶ σ’ αὐτὸ τὸ χῶρο εἶναι ἑλληνικοί· economy, analysis, synthesis, krisis, euro, nomisma. Ἐκεῖ ὅμως ὅπου οἱ ἑλληνικοὶ ὅροι ἐπικρατοῦν παγκοσμίως εἶναι ὁ ἐπισημονικὸς χῶρος, ὁ θεολογικοφιλοσοφικός, ὁ αἰσθητικός, δηλ. ὁ ἰδιάζων πνευματικὸς χῶρος, ὅ,τι δηλ. εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἀνθρώπινο καὶ θεῖο στὸν κόσμον αὐτόν.

Βέβαια ἡ ἐκτίμηση τῆς ἑλληνικῆς ὑπεροχῆς στὴν παγκόσμια γλῶσσα θολώνεται ἀπὸ τὸν μιμητισμὸ τῶν πολλῶν Ἑλλήνων ποὺ καλύπτουν μ’ αὐτὸν τὴ μορφωτική τους γύμνια. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ λένε τὴ συνάντηση meating, τὴ δημοσκόπηση gallop, τὸ δίχτυ site, τὸ ἀγαπῶ love, τὸ ἐν τάξει okay καὶ πολλά, πολλὰ ἄλλα.
Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως ἡ παγκόσμια διανόηση καὶ στὶς μέρες μας δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει χωρὶς τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Καὶ δὲν τὸ λέμε αὐτὸ μὲ καύχηση, γιατὶ δὲν εἴμαστε οἱ νεόπλουτοι τοῦ πολιτισμοῦ, εἴμαστε ἡ αὐθεντικὴ θεμελιακὴ ἀρχὴ τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ.

Σ’ ἕνα περίπατο μὲ φίλους Ἑλληνογερμανοὺς στὸ Tubingen βρέθηκα μπροστὰ σὲ μιὰ πληθώρα (ἀγγλιστὶ plethora) Γερμανοαγγλικῶν ἐπιγραφῶν, ποὺ κάτι μοῦ θύμιζαν: π.χ. Psychological School, Theological, Bibliothec, Philosophic, Gynecological clinic, Encyclopedia, Pedagogic, Orthopedic, Ophthalmological, neurologic, history, Mythologia, ἀλλὰ καὶ athletic stadium καὶ Archaeological museum, ἀκόμα καὶ μιὰ μεγάλη ἐπιγραφὴ “Souvlaki mit dem pita”!

Ὅταν γύρισα ἀπὸ τὸν περίπατο μοῦ ἦρθαν στὸ νοῦ κι αὐτά, ποὺ δὲν εἶχα ἐπεξεργαστεῖ ὡς τότε, ὅτι λ.χ. τὸ ἄρωμα τὸ λένε aroma, τὴν Ἐκκλησία kirche, δηλ. κυριακὸν οἴκημα, τὸν κατάλογο kataloge, ὅτι ὁ ἅγιος Cadoc ἔχει τὸν τίτλο Thaumaturgus, τὸ πάρκο τῆς Νεάπολης στὴν Ἰταλία λέγεται Pausilypon, τὰ ἀντίδωρα στοὺς Οὐαλοὺς λέγονται eulogiae καὶ οἱ Καθολικοὶ λέγονται Catholics, τὸ δερμάτινο χειρόγραφο λέγεται codex ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ λέξη κώδιον (δέρμα).

Ὁ θρίαμβος τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι στὴν Ἰατρική, ὅπου ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὰ κόκκαλα ἔχει τὴ ῥίζα oste (ἀπὸ τὸ ὀστοῦν), ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸ δέρμα ἔχει τὴ ῥίζα derma, τὰ νευρολογικὰ τὴ ῥίζα neuro, ἀκόμα καὶ τὰ οὐρολογικά, αἱματολογικὰ (καὶ μάλιστα μὲ τὸ h μπροστά, γιὰ νὰ δηλώσει τὴ δασεῖα τῆς λέξης αἷμα). Παράδειγμα τῆς σχέσης τῆς Ἰατρικῆς μὲ τὴ Μυθολογία μας εἶναι ὁ ὅρος Apotitanosis ποὺ σημαίνει τὴν ἐπικάλυψη σπλάγχνων ἢ ἀγγείων τοῦ σώματος μὲ ἀσβέστιο, ὅπως καταπλακώθηκε ὁ τυφώνας ἀπὸ τὸ Δία μὲ τὸ βράχο τῆς Σικελίας κατὰ τὴν Τιτανομαχία.
Οἱ Ἄγγλοι λ.χ., γιὰ νὰ δηλώσουν ἀκόμα καὶ σύγχρονους τεχνικοὺς ὅρους, χρησιμοποιοῦν ἑλληνικὴ ὁρολογία ὅπως aeroplane, airport, dynamic (δὲν τοὺς ἱκανοποιεῖ τὸ power), phantasy, ikon γιὰ τὶς βυζαντινὲς μόνον εἰκόνες, exocet γιὰ τοὺς πυραύλους ποὺ κινοῦνται ξυστὰ πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα ὅπως τὸ ἐξώκητος, δηλ. τὸ χελιδονόψαρο.

Δὲν θὰ βροῦμε τέλος στὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἑλληνικῶν ὅρων ποὺ λειτουργοῦν μέσα στὶς διαδεδομένες καὶ μὴ γλῶσσες τοῦ κόσμου. Αὐτὴ ἡ παγκοσμιοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας δὲν ἐνόχλησε κανένα ξένο, μάλιστα τοὺς περισσότερους ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ὅρους τοὺς διεκδικοῦν γιὰ δικούς τους καὶ ἀγνοοῦν τὴν ἑλληνική τους προέλευση. Καὶ ἡ γλῶσσα μας σὰν μακρόθυμη καὶ ἐλεήμων προσφέρει τ’ ἀγαθά της πλουσιοπάροχα σ’ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Ὀνομάζονται λ.χ. οἱ Ἰνδονήσιοι μὲ ἑλληνικὸ ὄνομα χωρὶς νὰ ξέρουν οἱ περισσότεροι ὅτι ὑπάρχουν Ἕλληνες καὶ Ἑλλάδα.

Ὁ μικρὸς Ἄγγλος, ποὺ μαθαίνει ἀπὸ νωρὶς ὅτι τὸ animal σημαίνει ζῷο, καταλαβαίνει ὕστερα καὶ τοὺς ὅρους animalcule (ζωΰφιο), animalism (κτηνωδία), animality (βασίλειο τῶν ζῴων ἀλλὰ καὶ κτηνωδία). Δὲν πρέπει νὰ καταλαβαίνει ὅμως γιατί ὁ ζῳολάτρης, ἡ ζῳολογία, ὁ ζῳολογικός, ὁ ζῳομορφικός, ἡ ζῳοτεχνία, ζῳοτεχνικός, ζῳόφιλος, ζῳόφυτο, ζῳολόγος παράγονται ἀπὸ τὴ ῥίζα ἑνὸς ἄλλου ὅρου, ποὺ μόνο ἀγγλικὸς δὲν εἶναι, τοῦ ὅρου ζῷον. Καὶ μάλιστα οἱ ὅροι μὲ τὴν ἑλληνικὴ ῥίζα «ζῷ» ἐκφράζουν τὶς πιὸ πνευματικές, ἐπιστημονικὲς καὶ ἐν γένει θεωρητικὲς σημασίες, ἐνῷ οἱ παράγωγοι τοῦ animal ὅροι ἐκφράζουν ἢ κακὲς ἢ ἔστω τὶς πιὸ ὑλικὲς καὶ πρακτικὲς σημασίες.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ πάρα πολλοὺς ἄλλους ἀγγλικοὺς ὅρους (παράγωγα), ποὺ ἅμα ἰδοῦμε ποιές σημασίες δηλώνονται μὲ τὶς ἀγγλικὲς ῥίζες καὶ ποιές μὲ τὶς ἑλληνικές, θὰ διαπιστώσομε ὅτι μὲ τοὺς ἑλληνικοὺς ὅρους ἀποδίδονται οἱ πιὸ ἐπιστημονικὲς – θεωρητικὲς σημασίες, ἐνῷ μὲ τὶς ἀγγλικὲς ῥίζες δηλώνονται οἱ ἀρνητικὲς ἢ πρακτικὲς σημασίες, ποὺ σχετίζονται κυρίως μὲ τὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία. Οἱ ὅροι λ.χ. μὲ βάση τὴ λέξη water μᾶς δίνουν τὶς ἔννοιες ὑδαρής, γλοιώδης τύπος, ὑδροχόος, ὑδροφόρος, ὑδρατμός, ὕδρευση, ὑδραντλία, ὑδράργυρος, ἐνῷ μὲ τὸν ἄγνωστο γι’ αὐτοὺς ὅρο ὕδωρ καὶ μὲ τὴ ῥίζα του «ὑδρο» παράγονται πολλοὶ ὅροι ὅπως hydroscope, carbohydrate, hydrodynamic, hydroelectric, hydrotherapy, hydrotherapeutic, hydrocele (ὑδροκήλη), hydraulic, hydrogen kyaniel, hydrostatic, hydrophiles, hydrophobia, hydrochloric, hydroplane καὶ ἄλλοι πολλοὶ παράγωγοι αὐτῶν.

Συχνὰ θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι καταφεύγουν στὴν Ἑλληνική, γιὰ νὰ δηλώσουν μὲ σαφήνεια βασικοὺς θεολογικοὺς καὶ φιλοσοφικοὺς ὅρους. Ἡ Ἀγγλικὴ λ.χ. ἔχει τὴν ἴδια λέξη substance, γιὰ νὰ δηλώσουν τὴν οὐσία καὶ τὴν ὑπόσταση καὶ γι’ αὐτὸ στὴ θεολογία τουλάχιστον ἀναγκάζονται νὰ καταφεύγουν στὴν ἑλληνικὴ λέξη hypostasis ἐνῷ γιὰ τὴν ὕπαρξη ἔχουν τὸν ὅρο existence. Καὶ ὁ Ἱουστίνος Πόποβιτς γιὰ νὰ ἀποδώσει τὸν ὅρο Λόγος, δὲν ἱκανοποιοῦνταν μὲ τὸν ὅρο verb ποὺ χρησιμοποιοῦν ὅλες οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, κατέφυγε στὴ γραφὴ Logos. Τὸ λατινικὸ verbum, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν οἱ εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, εἶναι οὐδετέρου γένους καὶ σημαίνει μιὰ συγκεκριμένη λέξη ἢ φράση. Τὴ λέξη Λόγος ὅμως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴν πῆρε καὶ τὴν βρῆκε πολὺ κατάλληλη γιὰ τὸ Εὐαγγέλιό του. Τὸ ἴδιο εἶχε κάνει καὶ ὁ μεγάλος ῥήτορας τῶν Λατίνων μὲ τὴ λέξη ἰδέα, ποὺ τὴν ἄφηνε ἀμετάφραστη, γιατὶ ἄλλωστε δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀντίστοιχη στὴ γλῶσσα τῶν ἀνίδεων Λατίνων.

Μέχρι τὸ σημεῖο αὐτὸ εἴδαμε τὴ χρησιμότητα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας ὡς γλώσσας ποὺ δίνει σαφεῖς καὶ ἐναργεῖς δηλώσεις τῶν ἐννοιῶν. Μπορεῖ ὅμως κάποιος διαβάζοντας τὸ Θουκυδίδη νὰ διαπιστώσει αὐτὰ τὰ χαρίσματα τῆς Ἀττικῆς γλώσσας, ὅπως καὶ διαβάζοντας τὶς ἐξυπνάδες τοῦ Πρωταγόρα ἢ τὶς μηδενιστικὲς μυθοπλασίες τοῦ Κριτία. Ἀκόμα, παρακαλῶ, καὶ τὶς οὐτοπίες τῆς Πλατωνικῆς πολιτείας. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν στὴ Γραμματεία μας ὠφελιμότερα γιὰ τὴν ψυχή μας κείμενα, ἂν δὲν ὑπῆρχαν σοφότερα λόγια (ἀκόμα καὶ τῶν ἴδιων συγγραφέων κάποτε), τότε ἡ γλῶσσα μας θἄφηνε τὴ μνήμη ἑνὸς κατάλληλου ἐργαλείου γιὰ διαρρῆκτες. Ποιόν θὰ ὠφελοῦσαν τότε οἱ ἀρετὲς τῆς γλώσσας μας.

Ὁ Κριτίας λ.χ. σὲ τέλεια Ἀττικὴ γλῶσσα μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ θεοὶ ἐφευρέθηκαν, γιὰ νὰ τρομάζουν τοὺς κακοποιούς, ποὺ κατόρθωσαν νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὰ μάτια τῆς δικαιοσύνης. Καὶ οἱ ἰθύνοντες τῆς παιδείας μας βρῆκαν τὸ μάθημα αὐτὸ κατάλληλο γιὰ τὰ βιβλία τῆς γλώσσας τοῦ Γυμνασίου, ὥστε νἀνοίξουν τὰ μάτια τῶν Ἑλληνοπαίδων σχετικὰ μὲ τὸ αἴσθημα τῆς θρησκείας! Καὶ δὲν εἶδαν τὸ ἄλλο χωρίο ἀπὸ τοὺς Νόμους τοῦ Πλάτωνα, ὅπου ἀπαντάει ὁ Σωκράτης σ’ ἕνα νέο, ποὺ δηλώνει ἄθεος. Τοῦ ἀπαντάει λοιπὸν ὁ Σωκράτης:
«Ὦ παῖ, νέος εἶ· προϊών σε ὁ χρόνος ποιήσει πολλὰ ὧν νῦν δοξάζεις μεταβαλόντα εἰς τἀναντία τίθεσαι· περίμεινον οὖν εἰς τότε κριτὴς περὶ τῶν μεγίστων γενέσθαι». Και συνεχίζει δηλώνοντας στὸ νέο ὁ Σωκράτης ὅτι πολλοὶ στὰ νιάτα τους δηλώνουν ἄθεοι ἀλλὰ πολὺ λιγότεροι λένε τὸ ἴδιο στὰ γεράματά τους. Νά, ποὺ ἡ ὡραία γλαφυρὴ γλῶσσα τοῦ Πλάτωνα ἔδωσε ἕνα καλὸ μάθημα κατὰ τῆς ἀθεΐας καὶ ἀξιοποιήθηκε.

Ὁ Πλάτων εἶναι ποὺ μᾶς ἔδωσε μὲ τὸ γλαφυρό του τρόπο τὸ μάθημα ὅτι «ἡ μάθηση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἀνάμνηση τῶν ὅσων εἶχε μάθει ἡ ψυχὴ πρὶν νὰ γεννηθεῖ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο». Ἔτσι ἀποκάλυψε μαντικὰ θἄλεγε κανεὶς τὴν ψυχολογία τοῦ βάθους.
Ἀκόμα, ἔδωσε ἕνα μεγαλοφυῆ ὁρισμὸ τῆς ψυχῆς χωρίζοντάς την σὲ τρία, στὸ λογιστικό, στὸ θυμοειδὲς καὶ στὸ βουλητικό, χωρισμὸ ποὺ τὸν ἀποδέχτηκαν καὶ οἱ Πατέρες στὶς θεολογικές τους διατριβὲς μὲ τὴ διαφορὰ μόνο ὅτι ὁ νοῦς εἶναι στὴ Θεολογία μας κάτι πολὺ μεγαλύτερο ἀπ’ τὸ λογιστικό, εἶναι τὸ πνευματικὸ συνειδητὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὁδηγεῖ ὅλη τὴν ὑπόσταση στὸ δρόμο τῆς θέωσης.

Ἡ ἴδια γλῶσσα εἶναι αὐτή, ποὺ τόσο καθαρὰ διατύπωσε τὸ δόγμα τοῦ φασισμοῦ μὲ τὴ γραφίδα τοῦ Θουκυδίδη «οὐδείς πω παρατυχὸν ἰσχύι κτήσασθαι προθεὶς (ἐνν. τὸν δίκαιον λόγον) τοῦ μὴ πλέον ἔχειν ἀπετράπετο» (κανεὶς ποὺ τοῦ δόθηκε ἡ δυνατότητα νὰ πάρει κάτι μὲ τὴ δύναμή του δὲν ἀπέφυγε νὰ κερδίσει προβάλλοντας τὸ δίκαιο). Καὶ ἀκόμα τὸ «οἷς ἂν ἐξῇ βιάζεσθαι, δικάζεσθαι οὐδὲν δεῖ» (σὲ ὅποιους ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐκβιάζουν δὲν χρειάζεται καθόλου νὰ δικάζονται). Εἶναι φράσεις μὲ τέλεια ἐπιγραμματικὴ διατύπωση, ποὺ μαρτυροῦν τὴν πιὸ ἀδίστακτη κυνικότητα στὴν πολιτικὴ σκέψη καὶ πράξη.

Πάντως δὲν ἔμεινε ἀθάνατη στὴ μνήμη τῶν λαῶν καὶ στὴν πράξη ἡ γλῶσσα μας γιὰ τέτοια λόγια. Λίγοι ἴσως ὑποψήφιοι στρατοκράτορες ἐνετρύφησαν σ’ αὐτὰ τὰ κείμενα, γιὰ νὰ βροῦν τὴ θεωρητική τους κατάρτιση στὸν κυνικὸ μιλιταρισμό, ὅπως τὰ σύγχρονα ἀμερικανικὰ γεράκια, ποὺ ἐξομολογοῦνται ὅτι διαβάζουν πολὺ Θουκυδίδη τὰ τελευταῖα χρόνια. Ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων μᾶς προσφέρει δυὸ ὑπέροχες σελίδες στὸν διάλογο Ἀλκιβιάδης Β΄ ὅπου παρουσιάζει τὸν Σωκράτη νὰ ἀποτρέπει τὸν μαθητή του Ἀλκιβιάδη ἀπὸ μία θυσία μέχρι νἄρθει ἐκεῖνος ποὺ θὰ μᾶς διδάξει σὲ ποιό Θεὸ πρέπει νὰ θυσιάζομε καὶ μὲ τίνος εἴδους θυσία. Καὶ στὴν ἐρώτηση τοῦ μαθητῆ πότε θἄρθει αὐτὸς ὁ ἀναμενόμενος ἀπαντᾷ «ἥξει οὐ διὰ μακροῦ» (θἄρθει καὶ δὲν θἀργήσει). Καὶ προσθέτει ὅτι θὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἀχλύν, ποὺ σκεπάζει τὰ μάτια μας καὶ τότε θὰ ἰδοῦμε καθαρὰ τὴν ἀλήθεια. Ἐδῶ ἔχομε ἕνα καθαρὰ Μεσσιανικὸ χωρίο τοῦ Πλάτωνα.

Τέτοια κείμενα γράφτηκαν πολλὰ στὴ γλῶσσα μας κι ἀπ’ αὐτὰ ὠφελήθηκεν ὁ κόσμος κι ἐδόξασε τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Αὐτὸ ἔκανε καὶ τὸν Thomas Elliot τὸ 1945 νὰ πεῖ στὸν δικό μας Σεφέρη ὅτι «μιὰ ἐπίσκεψη στὴν Ἑλλάδα εἶναι ἐπίσκεψη στὴν μητέρα». Ἀπὸ τέτοια κείμενα κι ἀπὸ τέτοιο λαὸ παρηγορήθηκαν ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς καὶ μᾶς ἀγαποῦν κρυφὰ καὶ φανερά.

Μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ λεγόμενου «Χρυσοῦ αἰῶνος», ὁ τραγικὸς Αἰσχύλος προφητεύει ὅτι ὁ λυτρωτὴς τοῦ Προμηθέα θἄρθει μετὰ ἀπὸ δεκατρεῖς γενιὲς δηλαδὴ ἀκριβῶς στὰ χρόνια ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ὅτι προϋπόθεση γι’ αὐτὸ εἶναι νὰ βρεθεῖ καὶ νὰ θελήσει ἕνας Θεὸς νὰ περπατήσει γι’ αὐτὸν στὰ βάθη τοῦ ὁλοσκότεινου ᾋδη. Εἶδε ὁ Αἰσχύλος τὴν εἰς ᾋδου κάθοδον!

Καὶ ὁ Σοφοκλῆς ἀπ’ τὴν καρδιὰ τοῦ Χρυσοῦ αἰῶνος εἶδε τὴ ματαιότητα τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ, ποὺ ἐξευτελίζεται πρὶν ἀπ’ τὸ θάνατο καὶ ἀφανίζεται μετὰ ἀπ’ τὸ θάνατο καὶ τίναξε αὐτὸν τὸν κεραυνὸ «Ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡς ἄρα ὑμᾶς ἴσας καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ…» (Ἀλλοίμονο γενιὲς ἀνθρώπων, γιατὶ (σᾶς βλέπω καὶ) σᾶς βαθμολογῶ νὰ ζεῖτε ἴσα μὲ τὸ μηδέν). Τί μάθημα ἦταν αὐτὸ γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία! Αὐτὸς ὁ ποιητὴς στὸ ἴδιο ἔργο Οἰδίπους Τύραννος διακηρύττει ἐπιγραμματικά: «Ὕβρις φυτεύει τύραννον» (Ἡ ἁμαρτία γεννάει τὴν ἐξουσία).

Καὶ ὁ πολυαγαπημένος τῆς νεολαίας τραγικὸς Εὐριπίδης στὴν ἀρχὴ τῆς ποιητικῆς του καριέρας κιόλας καταπιάστηκε μὲ τὸ καίριο ὑπαρξιακὸ θέμα τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης ποὺ τὴν παρουσιάζει σὰν τρεμουλιαστὴν ἐλπίδα. Αὐτὸ γίνεται στὸ δρᾶμα Ἄλκηστις. Ὅταν πῆραν τὴν ἡρωΐδα, ποὺ πέθανε ἀπ’ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄντρα της, καὶ τὴν πῆγαν νὰ τὴν θάψουν, ὁ χορὸς ξεσπάει σ’ ἕνα σπαρακτικὸ στάσιμο:

Ὦ Πελίου θύγατερ,
χαίρουσά μοι εἰν Ἀΐδαο δόμοισιν Στ. 435
τὸν ἀνάλιον οἶκον οἰκετεύοις.
ἴστω δ’ Ἀίδας ὁ μελαγχαίτας θεὸς ὅς τ’ ἐπὶ κώπᾳ
πηδαλίῳ τε γέρων
νεκροπομπὸς ἵζει,
πολὺ δὴ πολὺ δὴ γυναῖκ’ ἀρίσταν
λίμνην Ἀχεροντίαν πορεύ-
σας ἐλάτᾳ δικώπῳ.
… … … … … …
εἴθ’ ἐπ’ ἐμοὶ μὲν εἴη,
δυναίμαν δέ σε πέμψαι
φάος ἐξ Ἀίδα τεράμνων
καὶ Κωκυτοῖο ῥεέθρων
ποταμίᾳ νερτέρᾳ τε κώπᾳ.
… … … … … …

Ὁ Εὐριπίδης εἶχε διαβάσει μὲ πόνο τὸ χωρίο στὸν Ὁμηρικὸ Ὕμνο εἰς Ἀπόλλωνα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι λένε τὸ μεγάλο τους παράπονο γιὰ τῶν ἀνθρώπων τὰ βάσανα:

… τλημοσύνας, ὅσ’ ἔχοντες ὑπ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι
ζώουσ’ ἀφραδέες καὶ ἀμήχανοι, οὐδὲ δύνανται
εὑρέμεναι θανάτοιο τ’ ἄκος καὶ γήραος ἄλκαρ

(τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων ὅσα ἔχοντας ζοῦν κάτω ἀπ’ τὴν ἐξουσία τῶν ἀθανάτων θεῶν ἀνίκανοι νὰ σκεφτοῦν καὶ νὰ πράξουν, οὔτε μποροῦν νὰ βροῦν τοῦ θανάτου γιατρικὸ κι ἀποτρεπτικὸ τῶν γηρατιῶν).

Καὶ παράστησε στὴ σκηνὴ τὸ θεάνθρωπο Ἡρακλῆ νὰ φέρνει πίσω στὸ παλάτι ἀναστημένη τὴν Ἄλκηστη, ποὺ θὰ μείνει βουβὴ γιὰ τρεῖς μέρες.
Στὸ δρᾶμα Μήδεια ὁ Εὐριπίδης ἀπαξιώνει ὅλα τὰ τραγούδια τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ποὺ προορίζονται νὰ τραγουδιοῦνται στὰ συμπόσια. Ἐκεῖ λέει τί χρειάζονται, ἀφοῦ ὑπάρχουν τὰ ὡραῖα φαγιά:

… στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις
ᾠδαῖς παύειν, ἐξ ὧν θάνατοι
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους

(τις μισητὲς λῦπες κανένας δὲν βρῆκε (τρόπο) νὰ καταπαύει μὲ ποιήματα καὶ πολύχορδες ᾠδές, λῦπες ποὺ θάνατοι ἔρχονται ἀπ’ αὐτὲς καὶ φοβερὲς ἀρρώστιες καταστρέφουν τὰ σπίτια…). Ὅποτε ἀκούω τοὺς Παρακλητικοὺς κανόνες καὶ τ’ ἀναστάσιμα τροπάρια, ἀπευθύνομαι μέσα μου στὸν Εὐριπίδη καὶ τοῦ λέω:
Νά, Εὐριπίδη, τὰ τραγούδια ποὺ λαχτάρησες τόσο πολύ· ἦρθαν ἐπιτέλους! Εἶναι ἡ γλῶσσα μας αὐτή, ποὺ ἔδωσε τρόπο ἔκφρασης στὸν ποιητὴ νὰ ἀπαξιώσει δραματικὰ τὴν εἰδωλολατρία μὲ τὸ στόμα τῆς τροφοῦ στὸ δρᾶμα Ἱππόλυτος (στ. 189 κ.ἑ.)

Πᾶς δ’ ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων
κοὐκ ἔστι πόνων ἀνάπαυσις,
ἀλλ’ ὅ τι τοῦ ζῆν φίλτερον ἄλλο
σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις·
δυσέρωτες δὴ φαινόμεθ’ ὄντες
τοῦδ’ ὅ τι τοῦτο στίλβει κατὰ γῆν,
δι’ ἀπειροσύνην ἄλλου βιότου
κοὐκ ἀπόδειξιν τῶν ὑπὸ γαίας,
μύθοις δ’ ἄλλως φερόμεσθα.

(Ὅλος τῶν ἀνθρώπων ὁ βίος εἶναι ὀδυνηρὸς
καὶ δὲν ὑπάρχει ἀπ’ τὰ βάσανα ἀνάπαυση
ἀλλὰ ὅ,τι πιὸ ἀγαπητὸ ὑπάρχει ἀπ’ τὴ ζωὴ ἄλλο,
σκοτάδι τὸ τυλίγει καὶ τὸ κρύβει στὰ σύννεφα.
Κακοερωτευμένοι δὰ φαινόμαστε νὰ εἴμαστε
μ’αὐτὸ ἐδῶ, ὅ,τι γυαλίζει πάνω στὴ γῆ,
ἐπειδὴ ἔχομε ἄγνοια ἄλλης ζωῆς
καὶ ἀγνοοῦμε αὐτά, ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπ’ τὴ γῆ·
μὲ παραμύθια μάταια τραβολογιόμαστε).

Κι ὁ κόσμος ἔβλεπε καὶ ξανάβλεπε, ἄκουγε καὶ ξανάκουγε τὰ δράματα τοῦ Εὐριπίδη στὰ θέατρα μέχρι τὰ χρόνια ποὺ ἦρθε ὁ καρπὸς μὲ τὸ κάλεσμα: «ἀγνώστῳ Θεῷ». Καὶ τότε ἡ τραγῳδία καταλύθηκε, ὁ κόσμος κράτησε τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα ὡς σωσίβιο κι ὁ Θεὸς ἐχάρισε στοὺς Ἑβραίους καὶ στὸν κόσμον ὅλον δῶρα ἑλληνικά, τὴ Μετάφραση τῶν 70΄ καὶ τὸ κείμενο Σοφία Σολομῶντος. Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ ὑπέροχα κείμενα δὲν θρηνεῖ πιὰ ὁ ἄνθρωπος· γιὰ πρώτη φορὰ στὴ γραμματεία μας ἀκούγεται ἀλαλαγμὸς θριάμβου πάνω στὸ θάνατο:

Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σε καὶ τὰ κρίματά σου βοηθήσει μοι..
(Θὰ ζήσει ἡ ψυχή μου, Κύριε, καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσει καὶ ἡ δικαιοσύνη τῆς ἀγάπης σου θὰ μὲ βοηθήσει…)
Ἀμφισβητήθηκε, κουρελιάστηκε (ἐπιτρέψτε μου τὴ λέξη) ὁ θάνατος σὲ κείμενο ποὺ γράφτηκε ἀπὸ Ἑβραῖο γιὰ Ἑβραίους ἀπ’ εὐθείας στὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴ μόνη γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν κι ἔγραφαν οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἀλεξάνδρειας, τὴ Σοφία Σολομῶντος.

Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δὲ εἰσὶν ἐν εἰρήνῃ· καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης· καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται.

Κι ἀπὸ τότε οἱ μάρτυρες πέθαιναν ἀλαλάζοντας ἰαχὲς νικητήριες. Καὶ γίνηκε ἡ γλῶσσα μας μάχαιρα τοῦ πνεύματος, ἐργαλεῖο πολύτιμο στὰ χέρια γιγάντων τῆς σκέψης, τῆς Θεολογίας, τῆς ποίησης, τῆς μουσικῆς. Ὁ μεγαλύτερος ῥήτορας τῶν αἰώνων ἀναδείχτηκε ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Σῦρος αὐτός, ποὺ ἐπλούτισε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα μὲ μιὰν ὁλόκληρη βιβλιοθήκη συγγραμμάτων. Γι’ αὐτὸν τὸν ἐκ Συρίας Ἑλληνιστὴν Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον γράφει ὁ πολὺς Wilamowitz: « Ὅλοι οἱ Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του, ἀκόμα καὶ οἱ ὁπαδοὶ τῆς Πλατωνικῆς Ἀκαδημίας καὶ οἱ συνεχιστὲς τοῦ Πλάτωνος, εἶναι βάρβαροι κακοτέχνες συγκρινόμενοι μὲ αὐτὸν τὸν ἐκ Συρίας χριστιανό, ὁ ὁποῖος περισσότερο ἀπὸ τὸν Ἀριστείδη ἀξίζει νὰ συγκριθεῖ ὡς πρὸς τὸ ὕφος μὲ τὸν Δημοσθένη… Πρέπει νὰ παραβάλει κανεὶς (τὶς ὁμιλίες τοῦ Χρυσοστόμου) μὲ τὰ ὑπομνήματα τοῦ Πρόκλου στὸν Πλάτωνα, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ ποιός εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ κληρονόμος τοῦ σωκρατικοῦ πνεύματος… Τὸ ἀττικὸ ὕφος τοῦ Χρυσοστόμου δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα μέσον ποὺ τὸ διδάχτηκε, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἁρμονικὴ ἔκφραση μιᾶς ἀττικῆς ψυχῆς». (Die Griechische und Lateinische Literatur und Sprache, Berlin 1905, σελ . 212). Τί νὰ πεῖ κανεὶς καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους Ἱεράρχες καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, «τὰ πάγχρυσα στόματα, τοὺς ἀστέρας τοῦ νοητοῦ στερεώματος», ποὺ μᾶς φώτισαν μὲ χιλιάδες τόμους ἀληθινῆς σοφίας. Ἀπ’ τὰ ψίχουλα αὐτῆς τῆς σοφίας προσπαθοῦμε νὰ τραφοῦμε κι ἐμεῖς.

Καὶ στὴν ποίηση μὲ τὴν ἀρχαία σημασία (ποίηση καὶ μουσικὴ) πῆρε τὰ πρωτεῖα ἡ Συρία μὲ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὴ γραφίδα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τοῦ παραδέρφου του Κοσμᾶ καὶ πλειάδα ἄλλων κανονογράφων ποὺ διετράνωσαν τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας μας χαριέστατα.

«Ἔσωσε λαὸν, θαυματουργῶν Δεσπότης ὑγρὸν θαλάσσης, κῦμα χερσώσας πάλαι. Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατὴν Πόλου τίθησιν ἡμῖν…», ὁ Δαμασκηνὸς καὶ
«Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε…» ὁ Κοσμᾶς.

Καὶ πορεύτηκε τὸ Γένος μ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα, μ’ αὐτὰ τὰ γράμματα μέσ’ ἀπὸ τὴν πολυτάραχη Ἱστορία, μὲ τοὺς θριάμβους καὶ τὰ μεγάλα λάθη καὶ ἐγκλήματα τῶν ἀρχόντων του γατζωμένος στὴ σωσίβιο λέμβο τῆς θείας Λειτουργίας, τῆς Ὀκτωήχου, τοῦ Τριῳδίου. Μέσα στὴν Ὀκτώηχο, τὸ Ἀναγνωστικὸ τῶν Ἑλληνοπαίδων τῆς Τουρκοκρατίας, λάμπει τὸ ὡραιότερο ἀπὸ κάθε ἄποψη ἐμβατήριο: εἶναι τὸ δοξαστικὸ τοῦ Α΄ ἤχου:

Τὴν παγκόσμιον δόξαν, τὴν ἐξ ἀνθρώπων σπαρεῖσαν, καὶ τὸν Δεσπότην τεκοῦσαν, τὴν ἐπουράνιον πύλην, ὑμνήσωμεν Μαρίαν τὴν Παρθένον, τῶν Ἀσωμάτων τὸ ᾆσμα καὶ τῶν πιστῶν τὸ ἐγκαλλώπισμα· αὕτη τὸ μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καθελοῦσα, εἰρήνην ἀντεισῆξε, καὶ τὸ βασίλειον ἠνέῳξε. Ταύτην οὖν κατέχοντες, τῆς πίστεως τὴν ἄγκυραν, ὑπέρμαχον ἔχομεν, τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Κύριον. Θαρσείτω τοίνυν, θαρσείτω λαὸς τοῦ Θεοῦ· καὶ γὰρ Αὐτὸς πολεμήσει τοὺς ἐχθρούς, ὡς παντοδύναμος.

Ἡ γλῶσσα μας ἔλαμψε καὶ μὲ ἀριστουργήματα τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου ὅπως εἶναι τὰ δημοτικά μας τραγούδια, ὅλα τὰ δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ εἶναι κομψοτεχνία τῆς ἐθνικῆς μας παράδοσης. Ἀκοῦστε ἕνα ἀκριτικό:

Μὲ γέλασάνε τὰ πουλιά, τῆς Ἄνοιξης τ’ ἀηδόνια
μὲ γέλασαν καὶ μοὔπανε πὼς Χάρος δὲν μὲ παίρνει,
καὶ φτιάνω τὸ σπιτάκι μου ψηλότερ’ ἀπὸ τἄλλα,
μ’ ἑφτὰ ὀχτὼ πατώματα μ’ ἑξῆντα παραθύρια.
Στὸ παραθύρι κάθομαι, τὸν κάμπον ἀγναντεύω,
βλέπω τὸ Χάρο νἄρχεται στὸν μαῦρον του καβάλλα.

Κι ὁ Κρητικὸς ποὺ μὲ τὴ λύρα του συνθέτει ἀριστουργήματα μουσικῆς καὶ δογματικῆς σοφίας μᾶς τραγουδεῖ:

– Ἐσύ, Χριστέ μου, ποὺ μπορεῖς, γιατὶ ἄλλοι δὲν μποροῦνε
κάνε οἱ πίκρες ποὺ περνῶ, χαρὲς νὰ μοῦ γενοῦνε.

– Πλάσμα Σου εἶμαι, Κύριε, κι ἂς εἶμαι κολασμένη,
ἄνοιξε τὴν Παράδεισο νὰ μπῶ κι ἐγὼ ἡ καημένη.

– Μικρή μου τὴν ἀγάπη μας τὴ θέλω μπιστεμένη,
σὰν τὴν Ἁγία Τράπεζα νἆναι θεμελιωμένη.

Κι ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς ποὺ μεγάλωσε στὴν Ἰταλία κι ἔγραφε στὴν Ἰταλικὴ γλῶσσα, μπόρεσε μόνο μὲ τὴν Ἑλληνικὴ νὰ φορέσει τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητας στὴν Ἐλευθερία ὅπως τὴν ἔνιωσαν οἱ Ἕλληνες μαρτυρικὴ «ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά…»
Αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ ὀμορφιὰ τοῦ ἤθους καὶ τοῦ λόγου ἀποπνέουν καὶ κάποια λυρικὰ τῶν τραγῳδιῶν, ποὺ δὲν ξεπεράστηκαν στὴν παγκόσμια λογοτεχνία. Ὁ Προμηθέας πασσαλωμένος στὸν Καύκασο ἀλύγιστος μπροστὰ στὴν ἀπάνθρωπη τυραννία τοῦ Δία δείχνει τὴν ἀδικία στὸν ψυχωμένο φυσικὸ κόσμο:

Ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαί,
ποταμῶν τε πηγαί, ποντίων τε κυμάτων
ἀνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ,
καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ.
ἴδεσθέ μ’ οἷα πρὸς θεῶν πάσχω θεός.

(Ὦ θεϊκὲ αἰθέρα καὶ γοργόφτερες (τοῦ ἀνέμου) πνοὲς καὶ τῶν ποταμῶν πηγὲς καὶ τῶν θαλασσινῶν κυμάτων ἀμέτρητο γέλασμα, καὶ τῶν πάντων μητέρα ἐσὺ γῆ, καὶ τὸν παντεπόπτην κύκλον τοῦ ἡλίου καλῶ, κοιτάξτε με τί παθαίνω ἀπ’ τοὺς θεοὺς ἐγώ, ποὺ εἶμαι θεός).

Τὴν ὡραία εἰκόνα τὴ ζήλεψε κι ὁ Εὐριπίδης καὶ τὴν ἀντέγραψε σχεδὸν στοὺς Ἡρακλεῖδες του:

Γᾶ καὶ παννύχιος σελάνα
καὶ λαμπρόταται θεοῦ
φαεσίμβροτοι αὐγαί…

Μὲ τὰ λίγα παραδείγματα ποὺ ἀνέφερα ἔχω τὴν ἐλπίδα νὰ ἔδειξα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι ἕνας θησαυρὸς ὄχι μόνον ἐθνικὸς ἀλλὰ καὶ παγκόσμιος. Θὰ μπορούσαμε βέβαια νὰ ἀρκεστοῦμε καὶ μόνο στὰ Εὐαγγέλια, ποὺ μᾶς ἔδωσαν τὴν πρώτη αὐθεντικὴ μαρτυρία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν ἦταν ἁπλὸς λόγος ἀλλὰ ὁ Λόγος. Ὅλος ὁ κόσμος στάθηκε μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ μπροστὰ στὴ γλῶσσα, ποὺ θησαύρισε στὸν κόσμο τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς ποὺ τὸν ἔχομε μητρικὸ αὐτὸν τὸ λόγο ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια πρέπει νὰ τὸν φυλάξομε σὰν πολύτιμο «τζιβαϊρικὸ» (ὅπως λέει κι ὁ Μακρυγιάννης), νὰ διατηρήσομε τὴ ζωντανὴ μνήμη τοῦ ἤθους καὶ τοῦ ὕφους του ἀκόμα, γιὰ νὰ γλυτώσομε τὸν ἱστορικὸ θάνατό μας καὶ κοντὰ σὲ μᾶς νὰ κρατήσει καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη τὴ μνήμη τῆς ἀλήθειας, ποὺ πάει νὰ τὴ χάσει.

Κι ἂν εἶναι ἀληθινὸς καὶ κρίσιμος ὁ λόγος τοῦ Ντοστογιέφσκι ὅτι ἡ ὀμορφιὰ θὰ σώσει τὸν κόσμο, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὀμορφιά, ὀμορφιὰ στὴν ἔκφραση, στὸ σχῆμα καὶ στὸ νόημα, ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς γλώσσας μας. Ἡ γλῶσσα μας εἶναι ἕνα παγκόσμιος θησαυρός.

Κωνσταντῖνος Γανωτὴς
Ἀθήνα 14/5/2017
Ἐπιμέλεια & Διόρθωση: Κόρμαλη-Γανωτή Αἰκατερίνη