ΕΡΙΧ ΦΡΟΜ

Έριχ Φρομ

Ως ένας από τους μεγάλους διανοούμενους και επιστήμονες του 20ού αιώνα, ο γερμανός πολυμαθής Έριχ Φρομ έβαλε σκοπό να φέρει κοντά την ψυχαναλυτική προσέγγιση του Σίγκμουντ Φρόιντ και τον διαλεκτικό υλισμό του Καρλ Μαρξ, αφήνοντας μεγάλο έργο στους τομείς γνώσης που δραστηριοποιήθηκε.

Κοινωνιολόγος, ψυχαναλυτής και φιλόσοφος, δεν ήταν και πολλά τα πεδία γνώσης με τα οποία δεν ασχολήθηκε ο Φρομ, συμβάλλοντας με τη σκέψη του στην ψυχολογία, την ανθρωπολογία, τη θρησκεία, την κοινωνιολογία, αλλά και σε επιμέρους φιλοσοφικούς κλάδους, όπως η ηθική.

Γερμανοεβραίος στην καταγωγή, πήρε τον δρόμο για τον Νέο Κόσμο με την άνοδο του ναζισμού το 1934 καταγράφοντας μια διαδρομή που μπόλιασε φιλοσοφία και πολιτική και γέννησε μια νέα σχολή σκέψης που θα έμενε γνωστή ως πολιτική ψυχολογία. Ως ψυχαναλυτής, ο Φρομ άσκησε κριτική στη μαρξιστική θεωρία για την υποβάθμιση της σημασίας του ψυχολογικού παράγοντα και ταυτοχρόνως αναγνώρισε τα τρωτά της φροϊδικής θεωρίας, καθώς η ψυχανάλυση δεν λάμβανε υπόψη τις ιστορικές μεταβολές και τα κοινωνικά φαινόμενα.

Ο Φρομ έμεινε γνωστός για τις ιδέες του αναφορικά με την ελευθερία, την οποία θεωρούσε αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης φύσης, το κοινωνικό ασυνείδητο, τον ουμανισμό και την κριτική ανάλυση αλλά και τις θεωρίες του για τη δόμηση της προσωπικότητας και τη φύση της ανθρώπινης ανάγκης, παραμένοντας ένα από τα κορυφαία ονόματα της Σχολής της Φραγκφούρτης…

 

Είναι η αγάπη τέχνη;

(απόσπασμα)

Είναι η αγάπη τέχνη; Αν είναι, χρειάζεται γνώση και προσπάθεια. Ή μήπως η αγάπη είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα που κατά σύμπτωση το γνωρίζει κανείς, το «συναντά» αν είναι τυχερός; Αυτό το μικρό βιβλίο βασίζεται στην πρώτη αντίληψη, ενώ αναμφισβήτητα η πλειοψηφία των ανθρώπων πιστεύουν στη δεύτερη.

[…]

Αυτή η αντίληψη – ότι τίποτε δεν είναι πιο εύκολο από το ν’ αγαπάς – εξακολουθεί να είναι η πιο διαδεδομένη παρά την αφθονία των αποδείξεων για το αντίθετο. Σχεδόν καμία προσπάθεια, κανένα έργο δεν αρχίζει με τόσο μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες όπως αρχίζει η αγάπη, κι ωστόσο τίποτε δεν αποτυχαίνει τόσο συχνά όσο αυτή. Αν αυτό συνέβαινε με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, οι άνθρωποι θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι να εξετάσουν τους λόγους της αποτυχίας αυτής και να μάθουν πώς θα μπορούσαν να ενεργήσουν καλύτερα. Ή θα εγκατέλειπαν τη δραστηριότητα αυτή. Και αφού, στην περίπτωση της αγάπης, αυτό είναι αδύνατο, μόνο ένας δρόμος υπάρχει για το ξεπέρασμα της αποτυχίας: να εξετάσουμε τους λόγους της αποτυχίας αυτής και να προχωρήσουμε στην έρευνα της έννοιας της αγάπης.

Το πρώτο βήμα είναι να καταλάβουμε ότι η αγάπη είναι μια τέχνη, ακριβώς όπως μια τέχνη είναι και η ίδια η ζωή. Αν θέλουμε να μάθουμε πώς ν’ αγαπάμε, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο που προχωρούμε όταν θέλουμε να μάθουμε μια οποιαδήποτε άλλη τέχνη, π.χ. μουσική, ζωγραφική, ξυλουργική ή την επιστήμη της ιατρικής και της μηχανικής.

Ποια είναι τα απαραίτητα στάδια στην εκμάθηση μιας οποιασδήποτε τέχνης;

Η διαδικασία της εκμάθησης μιας τέχνης μπορεί να διαιρεθεί σε δυο μέρη: Το πρώτο είναι η εκμάθηση της θεωρίας και το δεύτερο η εκμάθηση της πρακτικής. Αν θέλω να μάθω την επιστήμη της ιατρικής, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να μάθω τα βασικά στοιχεία για το ανθρώπινο σώμα και για τις διάφορες αρρώστιες. Αλλά κι όταν αποκτήσω όλη αυτή τη γνώση, πάλι δε θα είμαι ικανός στην τέχνη της ιατρικής. Μόνο έπειτα από μακριά πρακτική εξάσκηση θα είμαι κύριος της τέχνης, μόνο όταν η θεωρητική γνώση και η πείρα της πρακτικής θα έχουν συγχωνευτεί σ’ ένα πράγμα – στη διαίσθησή μου, που αποτελεί την ουσία της κατοχής μιας τέχνης. Αλλ’ εκτός από τη γνώση της θεωρίας και της πρακτικής, ένας τρίτος παράγοντας είναι αναγκαίος για την κατάκτηση κάθε τέχνης – η υπέρτατη σημασία που δίνουμε στην τέχνη αυτή. Τίποτ’ άλλο στον κόσμο δεν πρέπει να είναι πιο σημαντικό από την τέχνη που μας ενδιαφέρει. Αυτό ισχύει για τη μουσική, την ιατρική, την ξυλουργική – και για την αγάπη. Κι ίσως εδώ να βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι του πολιτισμού μας προσπαθούν τόσο σπάνια να μάθουν αυτή την τέχνη στο πείσμα των ολοφάνερων αποτυχιών τους; Παρόλο που η λαχτάρα γι’ αγάπη είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, σχεδόν όλα τ’ άλλα φαίνονται να είναι πιο σημαντικά από την αγάπη: επιτυχία, γόητρο, χρήματα, δύναμη. Όλη μας σχεδόν η ενεργητικότητα χρησιμοποιείται για να μάθουμε πώς να πετύχουμε σ’ αυτούς τους σκοπούς. Και σχεδόν καθόλου για να μάθουμε την τέχνη της αγάπης.

Θα θεωρήσουμε λοιπόν αξιόλογα και θα μάθουμε μόνο εκείνα τα πράγματα που μπορούν να μας φέρουν χρήματα ή γόητρο; Και η αγάπη που πλουτίζει «μόνο» την ψυχή, αλλά δε φέρνει κανένα άλλο κέρδος, όπως το εννοούν σήμερα, είναι μια πολυτέλεια για την οποία δεν έχουμε το δικαίωμα να ξοδέψουμε αρκετή ενεργητικότητα; Όπως κι αν είναι, η έρευνα που ακολουθεί θα εξετάσει την τέχνη της αγάπης σύμφωνα με τη διαίρεση που αναφέραμε. Στην αρχή θα μιλήσω για τη θεωρία της αγάπης, πράγμα που θ’ απασχολήσει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Κατόπιν θα μιλήσω για την πρακτική της αγάπης, στο μικρό βαθμό που μπορεί να μιλά κανείς για την εφαρμογή της τέχνης αυτής, όπως και κάθε άλλης τέχνης.

[πηγή: Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1978, σελ. 11, 15-16]

Προσωπικότητες