Διηγήματα της αγάπης
Διηγήματα της αγάπης
«Τριανταδύο χρόνων, χωρισμένη, ρίχνει μια ματιά κατανόησης στον κόκκινο δίσκο που χάνεται, προσπερνάει μια μικρή εκκλησία που στέκει ξεκάρφωτη στην άκρη του γκρεμού μ’ ένα λευκό πανί ν’ ανεμίζει στην πόρτα της. Κάνει δυο βήματα, στέκεται, γυρίζει και βλέπει στα μάτια τη μικρή ξεκάρφωτη εκκλησία, της έρχεται να κάνει το σταυρό της και δεν τον κάνει γιατί ντρέπεται, χιλιάδες φίλοι μέσα της της λένε να μην το κάνει, τι νόημα έχει αυτό που κάνει, το κάνει χωρίς να το εννοεί, δεν είναι του επιπέδου της να κάνει το σταυρό της, αυτό το κάνουν άνθρωποι που δεν σκέφτονται τι νόημα έχει αυτό που κάνουν. Χιλιάδες φίλοι ψιθυρίζουν μέσα της ότι είναι μεγάλο ατόπημα να κάνεις το σταυρό σου, είναι υποκρισία, είναι αμαρτία, είναι κακό σημάδι, είναι αίσχος, είναι μαλακία, είναι ανοησία, είναι γελοίο, είναι ηλίθιο, είναι τρέλα, είναι μεγάλη υποχώρηση, μην το κάνεις αυτό το πράγμα, Ρέα Φραντζή, το κάνεις χωρίς να το εννοείς. Αυτή την εκκλησία την έβαλαν εδώ, στην άκρη του γκρεμού, χωρίς να το εννοούν. Το λευκό πανί ανεμίζει στην πόρτα της χωρίς να το εννοεί […].»
Το απόσπασμα, με το οποίο αρχίζει, μάλλον ανορθόδοξα, ο μικρός αυτός πρόλογος, είναι η αρχή του αριστουργηματικού κεφαλαίου «Δύση» του πολυτρόπως εκπληκτικού μυθιστορήματος «Η γραμμή του ορίζοντος». Το έγραψε ο Χρήστος Βακαλόπουλος, που πέθανε στις 29 Ιανουαρίου 1993, τριανταεφτάχρονος. Το παρέθεσα κινημένος από πολλαπλή φιλολογική οπισθοβουλία, συνάμα όμως και από την επιθυμία να παρακινήσω τους αναγνώστες του τόμου αυτού να διαβάσουν τη Γραμμή του ορίζοντος, αφού μάλιστα έχω τη βεβαιότητα πώς ο Παπαδιαμάντης θα τη συνυπέγραφε με αίσθημα πατρικής χαράς. Όσο για την οπισθοβουλία μου, ούτε λόγος ότι καθόλου δεν είναι απαλλαγμένη από εμπάθεια. Πώς να μην σκιρτώ και να μην χειροκροτώ, νοερά και κυριολεκτικά, όταν η Ρέα Φραντζή, παρά την αρνησίσταυρη αδολεσχία χιλιάδων ψύχραιμων και σωφρόνων φίλων, «στέκεται ακίνητη, μαγνητισμένη, μελαχρινή, χωρισμένη και κάνει ντροπαλά το σταυρό της δέκα βήματα από την άκρη του γκρεμού»; […]
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη. Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης. Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η «Μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεόλογος». Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του «Οι έμποροι των Εθνών» στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι». Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην «Ακρόπολη» το μυθιστόρημά του «Γυφτοπούλα», όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ’ όπου δημοσιεύει τη «Φόνισσα». Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον «Παρνασσό» η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Περιεχόμενα:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. Άνθος του γιαλού. Ο έρωτας στα χρόνια. Έρως – Ήρως. Όνειρο στο κύμα. Η νοσταλγός
ο φίλος του διηγήματος