ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους , γιὰ τὸν ὁποῖο ἀποστρεφόμαστε τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ἢ δὲν ἐνθαρρύνουμε τὰ παιδιά μας νὰ τὰ μάθουν εἶναι καὶ αὐτὸς τῆς ὑποτιθέμενης δυσκολίας τους. Δὲν εἶναι βέβαια ὁ μοναδικὸς : εἶναι νεκρὴ γλῶσσα, λέει ὁ ἕνας∙ εἶναι ξένη γλώσσα λέει ὁ ἄλλος…

Ἀλλὰ ἂς μείνουμε στὸ θέμα τῆς δυσκολίας καὶ ἂς κάνουμε κάποιες χρήσιμες –κατὰ τὴν γνώμη μας – ἐπισημάνσεις

Ἐπισήμανση πρώτη. Δύσκολα λοιπὸν τὰ ἀρχαία Ἑλληνικά. Ἂς τὸ δεχθοῦμε. Ὅμως εἶναι σῶφρον νὰ ἀποφεύγουμε κάτι, ἐπειδὴ εἶναι δύσκολο; Θὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐπιτυγχάνουμε μόνο τὰ εὔκολα; Καὶ τί μήνυμα δίνουμε στὰ παιδιά μας; Συναινοῦμε νὰ στερηθοῦν τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἁπλῶς καὶ μόνον, γιὰ νὰ μὴν «ζοριστοῦν»;  Σὲ ὁποιοδήποτε τομέα τοῦ ἐπιστητοῦ ὑπάρχει κάτι σπουδαῖο, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ταυτοχρόνως καὶ δύσκολο –λίγο ἢ πολύ; Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἄλλωστε ὁ σπουδαῖος Ἕλληνας τραγικὸς ποιητὴς Εὐριπίδης (480 π.Χ. – 406 π.Χ.) εἶχε ἀποφανθεῖ πὼς : Σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις (Τὰ καλὰ τὰ ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μὲ χίλιους δύο κόπους).

 

Ἐπισήμανση Δεύτερη. Ἡ δυσκολία τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν εἶναι κάτι τὸ ὑποκειμενικό, συζητήσιμο καὶ πάντως ἀντιμετωπίσιμο. Σύμμαχος στὴν προσπάθεια αὐτὴ – τουλάχιστον γιὰ ὅσες καὶ ὅσους ἔχουν ὡς μητρικὴ γλῶσσα τὴν νέα ἑλληνικὴ – εἶναι ἡ ἀδιαμφισβήτητη ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὰ 3.500 χρόνια ποὺ μαρτυρεῖται ἡ παρουσία της στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Ὑπάρχουν βέβαια διαφοροποιήσεις ἀνάμεσα στὶς διάφορες φάσεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀλλὰ στὸ βάθος ὑπάρχει ἕνας συμπαγὴς πυρήνας ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ ἑνιαῖο τῆς ἑλληνικῆς καὶ καθιστᾶ προσβάσιμη κάθε φάση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ ὅποιον κατέχει ἐπαρκῶς μία, ὁποιαδήποτε, φάση της.

Ἐπισήμανση τρίτη. Εἶναι σῶφρον καὶ παιδαγωγικῶς ἐνδεδειγμένο νὰ ὁδηγοῦμε τὸν μαθητὴ στὴν κορυφὴ (ἀπὸ πλευρᾶς δυσκολίας) τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. (ἀττικὴ γλῶσσα) ἢ καὶ προγενέστερα (ὁμηρικὴ γλῶσσα), ἀφοῦ πρῶτα τοῦ διδάξουμε τὴν ἑλληνιστικὴ Κοινή, τὴν γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία χωρὶς νὰ ἔχει χάσει τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ ἀττικοῦ λόγου εἶναι ὁπωσδήποτε πιὸ κοντὰ στὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα.

Εἰς ἐπίρρωση τῶν ἀνωτέρω παραθέτουμε τὴν ἄποψη τοῦ κορυφαίου νεοέλληνα γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκι[1] : «…ἐκ τῶν 4.900 περίπου λέξεων τῆς Καινῆς Διαθήκης σχεδὸν αἱ ἡμίσειαι, ἤτοι 2280, λέγονται καὶ σήμερον ἐν τῇ κοινῇ λαλιᾷ. Τῶν δὲ λοιπῶν αἱ πλεῖστοι μέν, 2200, νοοῦνται καλῶς ὑπὸ πάντων τῶν Ἑλλήνων ἀναγιγνωσκόμεναι ἢ ἀκουόμεναι, ὀλίγαι δὲ μόνον, περὶ τὰς 400, εἶναι ἀληθῶς ἀκατανόητοι ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ». Ἀλλὰ καὶ ὁ διαπρεπὴς φιλόλογος Eduard Schwyzer [2]στὸ ἔργο του Ἡ σύνταξη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας σημειώνει : «ὄχι μόνον ἡ παραδοσιακὴ γραπτὴ γλῶσσα τῶν βυζαντινῶν καὶ μεταγενεστέρων Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ ἡ νεοελληνικὴ Καθομιλουμένη καθὼς καὶ οἱ νεοελληνικὲς διάλεκτοι διατήρησαν, παρὰ τὴν ὕπαρξη ποικίλων φωνολογικῶν καὶ τυπολογικῶν μεταβολῶν, ἐν γένει τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς συντακτικὲς κατηγορίες. Δὲν λείπουν ὅμως οἱ ἀπώλειες καὶ οἱ νεολογισμοί∙ οἱ τελευταῖες παραμένουν ὡστόσο στὸ πλαίσιο ποὺ προδιαγράφεται ἀπὸ τὴν παράδοση».

Ἔτσι λοιπὸν ἀκολουθώντας τὴν βασικὴ ἀρχὴ τῆς Διδακτικῆς «ἀπὸ τὰ εὔκολα στὰ δύσκολα» ὁδηγοῦμε τὸν μαθητὴ ἀπὸ τὰ νέα ἑλληνικὰ στὰ ἀρχαῖα μὲ ἐνδιάμεσο σταθμὸ καὶ κρίκο τὴν Ἑλληνιστικὴ Κοινὴ καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα, ποὺ διαθέτει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας.

Ἐπισήμανση τέταρτη. Ὅμως ὑπάρχει καὶ μία ἀξεπέραστη δυσκολία ἤ, ἂν θέλετε, μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιὰ νὰ γίνουν πράξη τὰ ἀνωτέρω. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὁ πόθος νὰ τὴν μάθουμε σωστὰ καὶ σὲ βάθος σὲ ὅλη της τὴν διαχρονία –ἀρχαία, μεσαιωνική, νεωτέρα. Αὐτὸ εἶναι τὸ κυρίως ἐλλεῖπον στὶς μέρες μας ἢ μᾶλλον τὸ κυρίως ζητούμενο. Στὴν περίπτωση ποὺ πληρεῖται ἡ ἀνωτέρω προϋπόθεση κανεὶς καὶ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμποδίσει. Μὲ σωστή, συστηματικὴ καθοδήγηση καὶ μελέτη μποροῦμε νὰ μάθουμε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα σὲ ὅλες της τὶς ἐκδοχὲς καὶ νὰ χαροῦμε τὸν θησαυρὸ τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας.

Ζωντανὸ παράδειγμα ἀγάπης, ἔρωτος θὰ λέγαμε, γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ Ἰταλίδα ἑλληνίστρια, ἀπόφοιτος τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μιλάνου, Andrea Marcolongo, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς ἀγάπης της ἔγραψε τὸ πρῶτο της βιβλίο μὲ θέμα τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ τίτλο : Ἡ ὑπέροχη γλῶσσα -9 λόγοι γιὰ ν΄ἀγαπήσεις τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Τὸ βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στὴν Ἰταλία τὸ 2016, ἔτυχε πρωτοφανοῦς ὑποδοχῆς (100.000 ἀντίτυπα ἔχουν ἤδη πωληθεῖ) καὶ μεταφράζεται σὲ πολλὲς γλῶσσες (ἡ ἑλληνικὴ ἔκδοση ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πατάκη).

Ἐὰν λοιπὸν ἀγαπᾶτε τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, μὴν τὸ σκέφτεστε : δηλῶστε συμμετοχὴ στὸ πρόγραμμα μαθημάτων μας καὶ ἐλᾶτε[3] νὰ ἀπολαύσουμε μαζὶ τὸ ταξίδι στὸν θαυμαστὸ κόσμο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας!

[1] Γ. Χατζιδάκι, «Περὶ ἑνότητος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης» στὸ Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τόμος 5, 1908-9, σσ. 47-151

 

[2] Eduard Schwyzer, Ἡ σύνταξη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, μετάφραση Γ.Ε.Παπατσίμπας – Π. Χαιρόπουλος, ἐκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 2005, σελ.18

 

[3] Πληροφορίες ἐντὸς τῆς ἰστοσελίδας μας : www.gnomonpedia.com

Γεννήθηκε στή Θεσσαλονίκη τό 1970 καί μεγάλωσε στίς Σέρρες. Τό 1992 ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στό τμῆμα Κλασσικῆς Φιλολογίας τοῦ Α.Π.Θ. Τήν διετία 1994-96 ἐργάστηκε στό Παπάφειο Ἵδρυμα Θεσσαλονίκης ὡς φιλόλογος καί παιδαγωγός...

Υποσέλιδο ιστοτόπου