Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩι – ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

«Ἡ ζωή ἐν τάφῳ» τοῦ Στράτη Μυριβήλη, ἄρχισε νά σχεδιάζεται μέσα στά χαρακώματα τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στήν προκάλυψη τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Σερβίας. Ἕνα κεφάλαιο κιόλας δημοσιεύτηκε ἀπό τότε στήν ἐφημερίδα Νέα Ἑλλάδα, πού ἔβγαινε στή Θεσσαλονίκη τό 1917. Μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή, τό πρῶτο σύνολο μπῆκε σάν ἐπιφυλλίδα στή βδομαδιάτικη “Καμπάνα” τῆς Μυτιλήνης. Τό ἀνάτυπο ἀπό ἐκείνη τήν ἐπιφυλλίδα (1924) στάθηκε ἡ πρώτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου. Ἀπό τότε τό «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ» σημειώνει μία σταθερή πορεία ὡς τίς μέρες μας, ἀνάμεσα σέ πολλές καί τρικυμιώδεις πολιτικές περιπέτειες, ἐνθουσιασμούς καί παρεξηγήσεις.

 

Περιγραφή

Μέ τή.. «Ζωή ἐν τάφ», ὁ Στράτης Μυριβήλης, ζωντανεύει σέ ἕνα κλασσικό γιά τά ἑλληνικά γράμματα ἔργο – ὕμνο στή ζωή καί τήν εἰρήνη – τίς μνῆμες του ἀπό τά χαρακώματα τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλάει μέ τή φωνή – μέ τά χειρόγραφα καλύτερα – τοῦ λοχία Κωστούλα. «Τοῦτα τά τετράδια», μᾶς γράφει ὁ Μυριβήλης, «βρεθήκανε μέσα στό γελιό τοῦ Ἀντώνη Κωστούλα. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά καί καθαρά κεῖνο τόν ἀψηλό μελαχροινό φοιτητή μέ τό μακρουλό πρόσωπο καί τά φουντωμένα μαλλιά! Κάηκε κατά λάθος μέσα στά βουλγαρικά χαρακώματα πού πατήσαμε… Εἶναι βαρύ πράμα νά ‘χετε μέσα σας ἕναν πεθαμένο πού γυρεύει νά μιλήσει καί νά τοῦ σφαλνᾶτε μέ τήν ἀπαλάμη τό στόμα. Γνέφει καί κάνει παρακαλεστικά νοήματα πρός τήν καρδιά σας ἀπ΄ τό ὑπερπέραν. Θέλει νά ἐκφραστεῖ. Ἄς μοῦ συχωρεθεῖ τοῦτο τό βιβλίο, γιατί μοῦ εἶναι μία προσωπική ἀπολύτρωση…»

 

Κριτική

«Ἡ ζωή ἐν τάφω», δίκαια ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ἕνα ἀπό τά καλύτερα ἀντιπολεμικά βιβλία. Μάλιστα, δέ θά ἦταν ὑπερβολικό νά χαρακτηριστεῖ ὡς τό βιβλίο τοῦ πολέμου, μέ τήν ἔννοια, φυσικά, ὅτι εἶναι τό κατεξοχήν βιβλίο πού “βάλλει” ἐναντίον τοῦ χειρίστου δεινοῦ της ἀνθρωπότητας. Ἕνα καταπληκτικό κομψοτέχνημα περιγραφῶν, γεμάτο ρεαλιστικές σκηνές καί μεγάλα νοήματα. Υπάρχει μέσα σέ αὐτό πάθος, αἴσθημα, συγκίνηση, πνοή, ὅ,τι δηλαδή χαρακτηρίζει ἕνα γνήσιο ἔργο τέχνης.

 

Ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου

 

Ἡ ἀποχαιρετιστήρια συνάντηση τοῦ Α. Κωστούλα μέ τήν ἀγαπημένη του πρίν φύγει γιά τό Μέτωπο.

 

«Στήν πόρτα σου ἄκουσα σιγανά ἀναφυλλητά. Ἤσουνα σύ πού ἔκλαιγες ὁλομόναχη μέσα στό σκοτάδι, ἔκλαιγες σιωπηλά ὅλη νύχτα. Μπῆκα μέσα καί δέ μιλήσαμε. Ἔκλαιγες ἥσυχα κ’ ἐγώ ἔκαμα πώς ξεκουμπώνω τό γελιό, πολύ ἀπασχολημένος τάχα μ’ αὐτή τή δουλειά. Γιατί μονάχα νά σ’ ἀνερωτοῦσα τί κλαῖς, θά μ’ ἔπνιγε τό κλάμα. Αὐτό θάτανε κάπως ἀστεῖο γιά ἕναν ἐπαναστάτη φορτωμένον μ’ ὅλη τήν πανοπλία του καί μέ διακόσια φυσίγγια στίς μπαλάσκες.

Ἔκλαιγε κ’ ἕνα κοριτσάκι κοντά σου πάνω σέ μία κόκκινη πολυθρόνα, σιγά – σιγά κι αὐτό. Φοροῦσε βελουδένια βυσσινιά ρόμπα καί τόνα ποδαράκι του ἦταν ξακάλτσωτο. Ἐγώ στό τέλος βάλθηκα νά βλέπω τάχα μέ μεγάλη προσοχή αὐτό τό γυμνό ποδαράκι. Παρακολούθησες τή ματιά μου καί τράβηξες ἕνα πανεράκι πλεγμένο ἀπό φύλλα καλαμποκιᾶς. Ἀπ’ ἐκεῖ ἔβγαλες ἄλλο ἕνα καλτσάκι καί πολεμοῦσες νά τό περάσεις στό πόδι τοῦ παιδιοῦ.

– Μά αὐτή ἡ κάλτσα εἶναι ἄλλο χρῶμα, εἶπα, καί χαμογελοῦσα ἡρωικά.

  Ἡ φωνή μου ἔτρεμε.

  Ἐσύ τότες ξαφνικά ἄφησες τό καλτσάκι μισοκρεμασμένο στό πόδι τοῦ παιδιοῦ, μ’ ἀγκάλιασες σφιχτά κι ἄρχισες νά κλαῖς ἀσυγκράτητα.

  Ἐγώ δέν ἔκλαψα. Μονάχα ἕνας κόμπος ἀνέβαινε ὡς τό λαρύγγι μου καί τόν κατάπινα μέ πεῖσμα. Κρέμασα τό ντουφέκι στόν ὦμο κ’ ἔφυγα σκυφτός. Ἤμουνα βαρύς ἀπό θλίψη, ξιππασμένος ἀπό τή δύναμη τῆς ἀνδρείας μου».

 

 

Στρατιώτης (Κωστούλας) στήν περιοχή τοῦ Μοναστηρίου

«Προχώρεσα ὡς τήν ἄκρη τοῦ χαρακώματος τοῦ λόχου μας. Ὡς τήν ἔβγαση τῶν συρματοπλεγμάτων. Ἐκεῖ εἶναι μία μυστική πόρτα πού σφαλνᾶ μ’ ἕνα ἀδράχτι ὁπλισμένο μέ ἀγκαθωτά τέλια. Ἐπειδή τό μέρος εἶναι ἕνα νταμάρι ὅλο πέτρα καί δέ σκάβεται, σήκωσαν ἕνα προκάλυμμα μέ γεωσάκους. Ἔτσι λένε κάτι σακιά γεμάτα μέ χῶμα πού μ’ αὐτά ὀχυρώνουν τά πετρώδικα χαρακώματα. Τά τσουβάλια αὐτά κείτουντ’ ἐδῶ χρόνον – καιρό ἔτσι. Θά φάγαν ὑγρασίες, βροχάδες, χιόνια καί ἥλιους. Ἦρθαν καί σάπισαν ἀπό νερά, ὁ ἥλιος τά τσουρούφλισε καί τά ‘καψε. Τραβῶ τό δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει ἡ λινάτσα. Σάν τά ξεθαμμένα ροῦχα τῶν πεθαμένων πού ξεφτᾶνε, σταχτωμένα, μέ τό πρῶτο ἄγγιγμα. Εἶναι τσουβαλάκια φουσκωμένα κάργα, ὅπως τά πρωτογέμισαν. Ἀλλά πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου ἀπό τό δυνατό φεγγάρι μοιάζουν μέ ψοφίμια σκυλιῶν, ἄλλα πρισμένα κι ἄλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τὄνα πάνου στ’ ἄλλο. Ἀπό δῶ τό θέαμα θά ‘ναι πιό ὄμορφο. Τώρα τό κρυμμένο ποτάμι ἀκούγεται καλύτερα ὅπως φωνάζει μακριά, μές ἀπό τή βαθιά κοίτη του. Θέλω νά βγάλω τό κεφάλι ψηλά ἀπό τό προπέτασμα, νά ἰδῶ πέρα. Ἄν μποροῦσα μάλιστα θά καβαλίκευα τό χαράκωμα. Ἀκουμπῶ τό μπαστούνι στό τοίχωμα, σηκώνουμαι στή μύτη τῆς ἀρβύλας τοῦ γεροῦ μου ποδιοῦ καί γαντζώνω τά δάχτυλα στούς γεωσάκους πού ‘ναι πάνω – πάνω. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς λιώνει μέ μιάς κι ἀδειάζει τόν ἄμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες ἔγινε μίαν ἀποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αὐτό τό σακί, χαμήλωσε ἡ καμπούρα του καί ξεσκέπασε στά μάτια μου μία μικρήν εὐτυχία. Ἄχ, μοῦ ‘καμε τόσο καλό στήν ψυχή, λίγο ἀκόμα καί θά πατούσα μία τσιριξιά χαρά. 

 

Ἦταν ἕνα λουλούδι ἐκεῖ! Συλλογίσου. Ἕνα λουλούδι εἶχε φυτρώσει ἐκεῖ μέσα στούς σαπρακιασμένους γεωσάκους. Καί μοῦ φανερώθηκε ἔτσι ξαφνικά τούτη τή νύχτα πού ‘ναι γιομάτη θάματα. Ἀπόμεινα νά τό βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ ἄγγισα μέ χτυποκάρδι, ὅπως ἀγγίζεις ἕνα βρέφος στό μάγουλο. Εἶναι μία παπαρούνα. Μία τόση δά μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ἀνοιγμένη σάν μικρή βελουδένια φούχτα. Ἄν μποροῦσε νά τή χαρεῖ κανένας μέσα στό φῶς τοῦ ἥλιου, θά ‘βλεπε πώς ἦταν ἄλικη, μ’ ἕναν μαῦρο σταυρό στήν καρδιά, μέ μία τούφα μαβιές βλεφαρίδες στή μέση. Εἶναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα καί γεροσύνη. Τό τσουνί του εἶναι ντοῦρο καί χνουδάτο. Ἔχει κι ἕνα κόμπο πού δέν ἄνοιξε ἀκόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στήν πράσινη φασκιά του καί περιμένει τήν ὥρα του. Μά δέν θ’ ἀργήσει ν’ ἀνοίξει κι αὐτός. Καί θά ‘ναι δύο λουλούδια τότες! Δύο λουλούδια μέσα στό περιβόλι τοῦ Θανάτου. Αἰστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ὡς τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς. Ἀκουμπῶ πάνω στό προπέτασμα σάν νά κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Ἀπό μέσα μου ἀναβρύζουν δάκρυα ἀπολυτρωτικά. Στέκουμαι ἔτσι πολλήν ὥρα, μέ τό κεφάλι ὅλο χώματα, ἀκουμπισμένο στά σαπισμένα σακιά. Μέ δύο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, ἀγγίζω τήν παπαρούνα. Ξαφνικά μέ γεμίζει μία ἔγνοια, μία ζωηρή ἀνησυχία πώς κάτι μπορεῖ νά πάθει τοῦτο τό λουλούδι, πού μ’ αὐτό μου ἀποκαλύφθηκε ἀπόψε ὁ Θεός. Παίρνω τότες στή ράχη ἕνα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τά χείλια ἀπό τήν ξαφνική σουβλιά τοῦ ποδιοῦ), καί τ’ ἀκουμπῶ μέ προφύλαξη μπροστά στό λουλούδι. Ἔτσι λέω θά ‘ναι πάλι κρυμμένο γιά ὅλους τούς ἄλλους. Χαμογελῶ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στά νύχια κι ἁπλώνω τό μπράτσο ἔξω. Ναί. Τό ἄγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω ἀπό εὐτυχία. Νιώθω τά τρυφερά πέταλα στίς ρῶγες τῶν δαχτύλων. Εἶναι μία ἀνεπάντεχη χαρά τῆς ἁφῆς. Μέσα στό χέρι μου μυρμιδίζει μία γλυκιά ἀνατριχίλα. Ἀνεβαίνει ὡς τή ράχη. Εἶναι σάν νά πεταλουδίζουν πάνω στήν ἐπιδερμίδα τά ματόκλαδα μίας ἀγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τίς ρῶγες τῶν δαχτύλων μου. Εἶπα σιγά σιγά: -Καληνύχτα… καληνύχτα καί νά ‘σαι βλογημένη. Γύρισα γρήγορα στ’ ἀμπρί. Ἄς μποροῦσα νά κάμω μία μεγάλη φωταψία… Νά κρεμάσω παντοῦ σημαῖες καί στεφάνια! Ἄναψα στό λυχνάρι τέσσερα φιτίλια καί τώρα πασχίζω νά τή χωρέσω ἐδῶ μέσα, μέσα σέ μία τόσο μικρή γούβα, μία τόσο μεγάλη χαρά. Ἡ ψυχή μου χορεύει σάν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελῶ ξαπλωμένος ἀνάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ’ ἀφουγκράζομαι. Εἶναι ἕνα παιδιάτικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό….»

βιβλιόφιλος